© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

2 x 2

Υπόσχομαι να μείνω αλλά ξέρεις πώς είναι οι υποσχέσεις μου, λιανές σαν κάρτα για το πάρκην που μπήκε στο πλυντήριο.

Με παίρνει τηλέφωνο και δε μιλάει. Παίζει η Άτακτη στο τέρμα, και μάλλον μ'αφήνει ν'απολαύσω το θείο έργο. Από το στόμα μου στ'αυτί της είναι δρόμος πολύ μακρύς για λόγια. Κι έτσι κάθομαι κι ακούω, κι ακούει, και λέμε κι οι δυο μας ψέματα δίχως μισή κουβέντα.

Μισή ώρα πριν σχολάσω ψηλάφησα μια χοντρή κοιλιά στα πεταχτά, ροδαλή, μαλακή, αθώα. Ο ιδιοκτήτης της με κοίταξε στα μάτια και μουρμούριζε για τα περασμένα και τότε σα σκοτοδίνη σα ζάλη ξαφνική χάθηκε από εμπρός μου και στη θέση του στάθηκε ο θάνατος. Φεύγοντας απ'τα ΤΕΠ στις 1530 ούτε λεπτό αργότερα άκουσα τη μαλακισμένη σειρήνα της ανακοπής και είδα τους γαλαζοντυμένους αναισθησιολόγους να τρέχουν με τα σαμπώ, και πίσω ακολουθούσε ο καρδιολόγος σπρώχνοντας τον απινιδωτή. Κοντοστάθηκα για να τους κρατήσω την πόρτα ανοιχτή, και τους κατάπιε αμάσητους ο νεκρός και η κοιλιά του. Το συννεφιασμένο πρόσωπο που είδε τελευταίο ήταν το άτιμο το δικό μου, κι εγώ δε θα θυμηθώ ποτέ τα τελευταία του λόγια.

Βοήθεια, της είπε, ο σπλήνας πουρές πασαλειμμένος ως τον ώμο, τους φώναξε για επείγουσα λαπαροτομή, σε τριάντα αφήνω τον Κ. να κλείσει τη γαστρεκτομή, σε σαράντα κατεβαίνω, δεν έχει χειρουργείο - πρώτο ανοίγει στις δυο το πρωί, πες σε μια ώρα, κράτα τον ζωντανό, ανάμεσα στις λέξεις της ακούω βιαστικές ανάσες λες και πνίγεται, τον έτρεξε στον αξονικό, έριχνε πίεση, έριχνε γαμωπίεση ρε Φ., και τι να κάνω, τον φλάσαρα ορούς, αιμορραγούσε απ'την κωλότρυπα πάνω στην ξαπλώστρα του αξονικού, ο ακτινοτεχνολόγος δάγκωνε τα χείλη του, τον κατέβασε στην ανάνηψη, πέρασε για λαβάζ, κι έτρεχε, και έτρεχε, και έτρεχε και έτρεχε το αίμα, κι ακούω το στόμα της στ'αυτί μου, και έτρεχε, κι όλα τα σύμφωνα χαϊδεύονται στον ουρανίσκο της, δέκα λεπτά μετά πέθανε στα δεκαεννιά, της πέθανε στα χέρια.

Όταν διπλώσω την Ευρώπη τα δυο τσουνιά θα πέσουν το ένα πάνω στ'άλλο και θα τη βρω και θα με βρει και η Βόρεια θάλασσα θα πέσει να χυθεί στο λύσσα το Αιγαίο, κι όλα αυτά θα έχουν ξεχαστεί, κι όπως τώρα, κι όπως πάντα, τίποτε δε θα'χει σημασία, όλοι πεθαίνουμε μαζί, κι οι εν ζωή όλοι ετοιμοθάνατοι - μη θυμώνεις μικρό μου, μη με λες μικρό σου, και μην κρατιέσαι από κανέναν κερατά, ούτε από σένα; Και γελώ γιατί αυτό σημαίνει πως είμαι κερατάς, και δεν έχω πια ενστάσεις, είμαι απελπισμένος.

In the bleak midwinter

Κατά το βράδυ, ο Αντρέι Εφίμιτς πέθανε από αποπληξία. Στην αρχή ένιωσε ένα ρίγος που τον διαπέρασε σύγκορμο και μια τάση για εμετό. Κάτι σιχαμερό όπως του φάνηκε, διαπερνώντας όλο το κορμί του, ακόμη και τα δάχτυλα, ανέβηκε απ'το στομάχι στο κεφάλι και πλημμύρισε τα μάτια και τ'αυτιά του. Έχοντας κλειστά τα μάτια του, έβλεπε αυτό το κάτι σαν ένα πράσινο κύμα. Ο Αντρέι Εφίμιτς κατάλαβε πως ήρθε το τέλος του και θυμήθηκε πως ο Ιβάν Ντμήτριτς, ο Μιχαήλ Αβεριάνιτς και εκατομμύρια άλλοι άνθρωποι πιστεύουν στην αθανασία. Έχει γούστο να υπάρχει πράγματι! Μα δεν την ήθελε πια την αθανασία και τη σκέφτηκε για μια μόνο στιγμή. Ένα κοπάδι ελάφια, που όλα τους είχαν μια εκθαμβωτική ομορφιά και χάρη, πέρασε τρέχοντας από μπροστά του· ύστερα μια γυναικούλα άπλωσε προς το μέρος του το χέρι της κρατώντας ένα συστημένο γράμμα... Κάτι είπε ο Μιχαήλ Αβεριάνιτς. Ύστερα χάθηκαν όλα κι ο Αντρέι Εφίμιτς βυθίστηκε στο λήθαργο για πάντα.
Ήρθαν οι μουζίκοι, τον σήκωσαν απ'τα χέρια και τα πόδια και τον κουβάλησαν στο παρεκκλήσι. Έμεινε εκεί ξαπλωμένος στο τραπέζι, με τα μάτια ανοιχτά, και τη νύχτα τον φώτιζε το φεγγάρι. Το πρωί ήρθε ο Σεργκέι Σεργκέιτς, προσευχήθηκε ευλαβικά μπροστά στον Εσταυρωμένο και έκλεισε τα μάτια του πρώην προϊσταμένου του.
Τον Αντρέι Εφίμιτς τον κηδέψανε την άλλη μέρα. Στην κηδεία του παρέστησαν μόνο ο Μιχαήλ Αβεριάνιτς και η Ντάριουσκα.

А. Ч.

Τὸ δὲ ἐπιμένειν ἐν τῇ σαρκὶ ἀναγκαιότερον δι’ ὑμᾶς

Μέχρι τριών χρονών έμενα με την αδερφή της μάνας μου στο Ντεπώ. Ο πατέρας ήταν ειδικευόμενος στο Έππενντορφ και η μάνα δούλευε την κρουαζιέρα Σίδνεϋ Μπενόα Σινγκαπούρη. Στο διαμέρισμα χανόσουν σε κάποια καμπίσια επαρχία με μαλακό καιρό. Ο σοβάς έφευγε απ'το ταβάνι, οι κουρτίνες ήταν κεντητές, ο Χριστός σε όλα τα περίοπτα σημεία, οι γλάστρες στα τραπέζια, στα περβάζια, η κουζίνα σαν κελλάρι με τα αναρτημένα σκόρδα και τις ρίγανες τα μάτσα να στεγνώνουν, πετσέτες άσπρες και τριμμένες και σκληρές, οικογενειακές φωτογραφίες, ένα ξύλινο θερμόμετρο με παπαρούνες, τα ραφτικά, οι εφημερίδες. Η αδερφή της μάνας μου αλλαξοπίστησε, παντρεύτηκε στα δεκάξι, γέννησε ένα νεκρό παιδί και τρία ζωντανά. Τα βράδια ο άντρας της έβλεπε ασπρόμαυρες ταινίες, εκείνη έπλεκε δίπλα του, η ανάσα του μύριζε τσίπουρο χαλκιδικιώτικο, τα χέρια της δούλευαν ρυθμικά, η μοναχοκόρη του σπιτιού βούρτσιζε τα μαλλιά της στα πόδια τους, οι δυο γιοι στο πάτωμα κι εγώ στην πολυθρόνα που χωρούσε άλλους δυο τρεις σαν και του λόγου μου. Όταν έρχονταν οι γονείς να με πάρουν πάνω δεν ήθελα να φύγω. Μια φορά έγινε τέτοιος σαματάς που μ'άφησαν κι επέστρεψαν δυο βδομάδες μετά τις διακοπές τους, ήταν ανυποχώρητοι. Αρπάχτηκα απ'τη φούστα της θειάς και ρωτούσα ποια είναι αυτή, η μαμά σου έλεγε, εσύ είσαι η μαμά μου έλεγα, και τώρα η κάμερα δε μπορεί να κεντράρει στη μάνα μου επειδή ήμουν μικρός και δεν ασχολήθηκα με την αντίδρασή της.

Τελευταία φορά που την είδα σωστά ζωντανή ήταν στο εφτάρι, γυρνούσα απ'το Παπαγεωργίου, πήγαινε στο Παναγία, είχε ήδη διαγνωστεί, τίποτε πάνω της δεν ήταν αποκαλυπτικό, το γαλατένιο δέρμα, τα καλοπροαίρετα φρύδια, λας κάνας τα μαλλιά, ήταν η γιγαντόσωμη μητριαρχία που ήξερα πάντα, ήταν η Εστία, την αγκάλιασα, μου είπε για τις ιντερφερόνες, της είπα καλή τύχη και θα'ρθω να κοιμηθώ  ένα βράδυ  στο Ντεπώ, να'ρθεις, σε περιμένουμε. Τελικά η επόμενη φορά που πήγα ήταν η νύχτα που είχε βουλιάξει στο εγκεφαλικό οίδημα, με το κεφάλι ξυρισμένο, τα μάτια ανοιχτά μόνο στις κρίσεις, ημικαθιστή στη μεριά του άντρα της στο κρεβάτι, η κούνια μου δεν υπήρχε πια στο δωμάτιο, αλλά τα σεντόνια τα θυμόμουν, ήταν από τότε, και γύρω της ήμασταν απαρτία, ο άντρας της, τα παιδιά της, κι εγώ σαν παλιός γνωστός, στάθηκα δίπλα στο αριστερό της πόδι, απουσίαζε, θ'απουσίαζε για πάντα, καιγόμουν σύγκορμος, μίλησα ήρεμα, τελείως υπηρεσιακά, πρέπει να την πάτε στην κλινική, πρέπει να πάρει κι άλλη κορτιζόνη, πρέπει να τακτοποιήσουμε τις εκκρεμότητες, αύριο δε θα είναι πια, ο θειός έκλαιγε σαν αβοήθητο ορφανό, γύρισα μεταβολή, πήγα στο μπάνιο και σκούπισα το πρόσωπό μου με κωλόχαρτο με σχέδια, σα να ανάσαινα κενό, δεν υπήρχα στον καθρέφτη - δεν υπήρχε αντανάκλαση, δεν υπήρχε είδωλο, είχα εξαφανιστεί. Στην κηδεία καθόμουν μέσα στο Ρενώ, έλεγα τώρα σε δυο λεπτά πηγαίνω, τώρα σε δυο λεπτά, τώρα, σε δυο λεπτά, ώσπου ο κόσμος άρχισε να περνάει από δίπλα σχολασμένος κι έχωσα το κεφάλι ανάμεσα στα πόδια στη θέση του συνοδηγού γιατί νόμιζα θα λιποθυμούσα.

Πριν δυο μήνες την είδα μια νύχτα μέσα στο βαθύ πένθος του χειμώνα, κι έτσι όπως ήμουν ξαπλωμένος στο πλευρό, ήρθε δίπλα μου, κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και μου χαμογέλασε ένα χαμόγελο που κράτησε ως το εγερτήριο.

/

Δε μένω πια στη μονοκατοικία της Γκμέλινστράσσε. Δε με ξυπνάει το κροτάλλισμα της τσαγιέρας το πρωί, δε βρίσκω φρέσκα σεντόνια διπλωμένα σε τέλεια ορθογώνια ντανιασμένα στην καρέκλα δίπλα στο καλοριφέρ, ο πατέρας μου ήταν πάντα σπουδαίος νοικοκύρης. Κάθε φορά με χαιρετά σα να με αποχαιρετά, pass auf dich auf, κάθε φορά με χαιρετά σα να'μουν η γυναίκα του, κι όσο μεγαλώνω τη βρίσκω μέσα μου τρομαχτική κι ας την είχα ζήσει τόσο λίγο, όταν γλιστράει απ'το στόμα μου το ε να σου γαμήσω είναι λες κι είναι εκείνη κάπου χωμένη στο λαιμό μου και με περιγελά, βρασμένο γάλα μ'ένα δάχτυλο ποτό, άμε να πιω τη μισκιάντζα μου, κίτρινο ψωμί με μαργαρίνη και μαρμελάδα βύσσινο, ξινός χυμός, ζεστή φωνή, η μόνιμη μα(ρ)λμπουριά, το ταττουάζ στο δεξιό ώμο, οι φακίδες σαν αστερισμοί, το ηλιοκαμένο στέρνο, ο Ζίγκμουντ που γελάει, τι κάνεις μικρέ; Πότε θα μεγαλώσεις; Δε μένω πια στη μονοκατοικία της Γκμέλινστράσσε, δε χτυπάει εκείνο το παράξενο τηλέφωνο με τη μαρμάρινη βάση (άραγε να το'χουμε ακόμα;), δεν είμαι ο μικρός πρίγκηπας του νησιού, όχι από εκείνη τη μέρα του Μαρτίου που είδα πρώτη φορά σοβαρό αίμα από κοντά. Τα πράγματα που ακολούθησαν ήταν έκρυθμα, οι γονείς του Μ. μας πήραν απ'το σχολείο και μας πέρασαν στο Ντάγκεμπυλλ και μας πήγαν για δανέζικα, το βράδυ ήθελα να πάω σπίτι και δε μ'άφηναν, τα χείλη του πατέρα ήταν πληγές το επόμενο μεσημέρι, το στόμα του είπε ό,τι έπρεπε να πει αλλά αυτός ήταν εκτός, εννιά χρονών δεν ήξερα τι είναι θάνατος, eine Fernreise, αυτό μου είπε, ένα μακρυνό ταξίδι, όχι κάτι ιδιαίτερα διαφορετικό απ'αυτά που συνήθιζε να κάνει, δε χρειάζεται ν'ανησυχήσεις.

/

έχω έναν πόνο στο δεξιό κρόταφο - είμαι κουκουλωμένος, τρέμω σα σκυλί - το λευκό του μαξιλαριού μ'ενοχλεί - η λάμπα θυέλλης παραείναι δυνατή - κι όμως μες στο σπίτι τίποτα δεν ξεχωρίζει - το χαρτί τσαλακώνεται στα μαλακά - δεν ξέρω τι να κάνω κάτι ώρες σαν κι αυτήν