© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

In the bleak midwinter

Κατά το βράδυ, ο Αντρέι Εφίμιτς πέθανε από αποπληξία. Στην αρχή ένιωσε ένα ρίγος που τον διαπέρασε σύγκορμο και μια τάση για εμετό. Κάτι σιχαμερό όπως του φάνηκε, διαπερνώντας όλο το κορμί του, ακόμη και τα δάχτυλα, ανέβηκε απ'το στομάχι στο κεφάλι και πλημμύρισε τα μάτια και τ'αυτιά του. Έχοντας κλειστά τα μάτια του, έβλεπε αυτό το κάτι σαν ένα πράσινο κύμα. Ο Αντρέι Εφίμιτς κατάλαβε πως ήρθε το τέλος του και θυμήθηκε πως ο Ιβάν Ντμήτριτς, ο Μιχαήλ Αβεριάνιτς και εκατομμύρια άλλοι άνθρωποι πιστεύουν στην αθανασία. Έχει γούστο να υπάρχει πράγματι! Μα δεν την ήθελε πια την αθανασία και τη σκέφτηκε για μια μόνο στιγμή. Ένα κοπάδι ελάφια, που όλα τους είχαν μια εκθαμβωτική ομορφιά και χάρη, πέρασε τρέχοντας από μπροστά του· ύστερα μια γυναικούλα άπλωσε προς το μέρος του το χέρι της κρατώντας ένα συστημένο γράμμα... Κάτι είπε ο Μιχαήλ Αβεριάνιτς. Ύστερα χάθηκαν όλα κι ο Αντρέι Εφίμιτς βυθίστηκε στο λήθαργο για πάντα.
Ήρθαν οι μουζίκοι, τον σήκωσαν απ'τα χέρια και τα πόδια και τον κουβάλησαν στο παρεκκλήσι. Έμεινε εκεί ξαπλωμένος στο τραπέζι, με τα μάτια ανοιχτά, και τη νύχτα τον φώτιζε το φεγγάρι. Το πρωί ήρθε ο Σεργκέι Σεργκέιτς, προσευχήθηκε ευλαβικά μπροστά στον Εσταυρωμένο και έκλεισε τα μάτια του πρώην προϊσταμένου του.
Τον Αντρέι Εφίμιτς τον κηδέψανε την άλλη μέρα. Στην κηδεία του παρέστησαν μόνο ο Μιχαήλ Αβεριάνιτς και η Ντάριουσκα.

А. Ч.

Τὸ δὲ ἐπιμένειν ἐν τῇ σαρκὶ ἀναγκαιότερον δι’ ὑμᾶς

Μέχρι τριών χρονών έμενα με την αδερφή της μάνας μου στο Ντεπώ. Ο πατέρας ήταν ειδικευόμενος στο Έππενντορφ και η μάνα δούλευε την κρουαζιέρα Σίδνεϋ Μπενόα Σινγκαπούρη. Στο διαμέρισμα χανόσουν σε κάποια καμπίσια επαρχία με μαλακό καιρό. Ο σοβάς έφευγε απ'το ταβάνι, οι κουρτίνες ήταν κεντητές, ο Χριστός σε όλα τα περίοπτα σημεία, οι γλάστρες στα τραπέζια, στα περβάζια, η κουζίνα σαν κελλάρι με τα αναρτημένα σκόρδα και τις ρίγανες τα μάτσα να στεγνώνουν, πετσέτες άσπρες και τριμμένες και σκληρές, οικογενειακές φωτογραφίες, ένα ξύλινο θερμόμετρο με παπαρούνες, τα ραφτικά, οι εφημερίδες. Η αδερφή της μάνας μου αλλαξοπίστησε, παντρεύτηκε στα δεκάξι, γέννησε ένα νεκρό παιδί και τρία ζωντανά. Τα βράδια ο άντρας της έβλεπε ασπρόμαυρες ταινίες, εκείνη έπλεκε δίπλα του, η ανάσα του μύριζε τσίπουρο χαλκιδικιώτικο, τα χέρια της δούλευαν ρυθμικά, η μοναχοκόρη του σπιτιού βούρτσιζε τα μαλλιά της στα πόδια τους, οι δυο γιοι στο πάτωμα κι εγώ στην πολυθρόνα που χωρούσε άλλους δυο τρεις σαν και του λόγου μου. Όταν έρχονταν οι γονείς να με πάρουν πάνω δεν ήθελα να φύγω. Μια φορά έγινε τέτοιος σαματάς που μ'άφησαν κι επέστρεψαν δυο βδομάδες μετά τις διακοπές τους, ήταν ανυποχώρητοι. Αρπάχτηκα απ'τη φούστα της θειάς και ρωτούσα ποια είναι αυτή, η μαμά σου έλεγε, εσύ είσαι η μαμά μου έλεγα, και τώρα η κάμερα δε μπορεί να κεντράρει στη μάνα μου επειδή ήμουν μικρός και δεν ασχολήθηκα με την αντίδρασή της.

Τελευταία φορά που την είδα σωστά ζωντανή ήταν στο εφτάρι, γυρνούσα απ'το Παπαγεωργίου, πήγαινε στο Παναγία, είχε ήδη διαγνωστεί, τίποτε πάνω της δεν ήταν αποκαλυπτικό, το γαλατένιο δέρμα, τα καλοπροαίρετα φρύδια, λας κάνας τα μαλλιά, ήταν η γιγαντόσωμη μητριαρχία που ήξερα πάντα, ήταν η Εστία, την αγκάλιασα, μου είπε για τις ιντερφερόνες, της είπα καλή τύχη και θα'ρθω να κοιμηθώ  ένα βράδυ  στο Ντεπώ, να'ρθεις, σε περιμένουμε. Τελικά η επόμενη φορά που πήγα ήταν η νύχτα που είχε βουλιάξει στο εγκεφαλικό οίδημα, με το κεφάλι ξυρισμένο, τα μάτια ανοιχτά μόνο στις κρίσεις, ημικαθιστή στη μεριά του άντρα της στο κρεβάτι, η κούνια μου δεν υπήρχε πια στο δωμάτιο, αλλά τα σεντόνια τα θυμόμουν, ήταν από τότε, και γύρω της ήμασταν απαρτία, ο άντρας της, τα παιδιά της, κι εγώ σαν παλιός γνωστός, στάθηκα δίπλα στο αριστερό της πόδι, απουσίαζε, θ'απουσίαζε για πάντα, καιγόμουν σύγκορμος, μίλησα ήρεμα, τελείως υπηρεσιακά, πρέπει να την πάτε στην κλινική, πρέπει να πάρει κι άλλη κορτιζόνη, πρέπει να τακτοποιήσουμε τις εκκρεμότητες, αύριο δε θα είναι πια, ο θειός έκλαιγε σαν αβοήθητο ορφανό, γύρισα μεταβολή, πήγα στο μπάνιο και σκούπισα το πρόσωπό μου με κωλόχαρτο με σχέδια, σα να ανάσαινα κενό, δεν υπήρχα στον καθρέφτη - δεν υπήρχε αντανάκλαση, δεν υπήρχε είδωλο, είχα εξαφανιστεί. Στην κηδεία καθόμουν μέσα στο Ρενώ, έλεγα τώρα σε δυο λεπτά πηγαίνω, τώρα σε δυο λεπτά, τώρα, σε δυο λεπτά, ώσπου ο κόσμος άρχισε να περνάει από δίπλα σχολασμένος κι έχωσα το κεφάλι ανάμεσα στα πόδια στη θέση του συνοδηγού γιατί νόμιζα θα λιποθυμούσα.

Πριν δυο μήνες την είδα μια νύχτα μέσα στο βαθύ πένθος του χειμώνα, κι έτσι όπως ήμουν ξαπλωμένος στο πλευρό, ήρθε δίπλα μου, κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και μου χαμογέλασε ένα χαμόγελο που κράτησε ως το εγερτήριο.

/

Δε μένω πια στη μονοκατοικία της Γκμέλινστράσσε. Δε με ξυπνάει το κροτάλλισμα της τσαγιέρας το πρωί, δε βρίσκω φρέσκα σεντόνια διπλωμένα σε τέλεια ορθογώνια ντανιασμένα στην καρέκλα δίπλα στο καλοριφέρ, ο πατέρας μου ήταν πάντα σπουδαίος νοικοκύρης. Κάθε φορά με χαιρετά σα να με αποχαιρετά, pass auf dich auf, κάθε φορά με χαιρετά σα να'μουν η γυναίκα του, κι όσο μεγαλώνω τη βρίσκω μέσα μου τρομαχτική κι ας την είχα ζήσει τόσο λίγο, όταν γλιστράει απ'το στόμα μου το ε να σου γαμήσω είναι λες κι είναι εκείνη κάπου χωμένη στο λαιμό μου και με περιγελά, βρασμένο γάλα μ'ένα δάχτυλο ποτό, άμε να πιω τη μισκιάντζα μου, κίτρινο ψωμί με μαργαρίνη και μαρμελάδα βύσσινο, ξινός χυμός, ζεστή φωνή, η μόνιμη μα(ρ)λμπουριά, το ταττουάζ στο δεξιό ώμο, οι φακίδες σαν αστερισμοί, το ηλιοκαμένο στέρνο, ο Ζίγκμουντ που γελάει, τι κάνεις μικρέ; Πότε θα μεγαλώσεις; Δε μένω πια στη μονοκατοικία της Γκμέλινστράσσε, δε χτυπάει εκείνο το παράξενο τηλέφωνο με τη μαρμάρινη βάση (άραγε να το'χουμε ακόμα;), δεν είμαι ο μικρός πρίγκηπας του νησιού, όχι από εκείνη τη μέρα του Μαρτίου που είδα πρώτη φορά σοβαρό αίμα από κοντά. Τα πράγματα που ακολούθησαν ήταν έκρυθμα, οι γονείς του Μ. μας πήραν απ'το σχολείο και μας πέρασαν στο Ντάγκεμπυλλ και μας πήγαν για δανέζικα, το βράδυ ήθελα να πάω σπίτι και δε μ'άφηναν, τα χείλη του πατέρα ήταν πληγές το επόμενο μεσημέρι, το στόμα του είπε ό,τι έπρεπε να πει αλλά αυτός ήταν εκτός, εννιά χρονών δεν ήξερα τι είναι θάνατος, eine Fernreise, αυτό μου είπε, ένα μακρυνό ταξίδι, όχι κάτι ιδιαίτερα διαφορετικό απ'αυτά που συνήθιζε να κάνει, δε χρειάζεται ν'ανησυχήσεις.

/

έχω έναν πόνο στο δεξιό κρόταφο - είμαι κουκουλωμένος, τρέμω σα σκυλί - το λευκό του μαξιλαριού μ'ενοχλεί - η λάμπα θυέλλης παραείναι δυνατή - κι όμως μες στο σπίτι τίποτα δεν ξεχωρίζει - το χαρτί τσαλακώνεται στα μαλακά - δεν ξέρω τι να κάνω κάτι ώρες σαν κι αυτήν



The good times kid

Η χιονοσυννεφιά με πατάει κάτω σα γόπα, το χαμόγελο μου τσιτώνει μια ξερή πληγή, η αύρα διατρέχει τα μεσοπαλιρροϊκά λειβάδια, τα νερά έχουν κάνει πέτσα απ'το κρύο, μην κλαις, σ'αγάπησα όπως μπορούσα.





Περί αποφάσεων

Όχθες σβήνουν απαλά μες στο νερό, άπνοια, ψιχάλα, βροχή, κατακλυσμός, παραδείσια πουλιά με τα σμαράγδια στο λαιμό, οι φυλλωσιές αδιαπέραστες, απλώνω τα χέρια περιμένοντας να βρούνε τ'ακροδάχτυλά μου ένα φίδι, έναν αραχνοϊστό, ένα λασπερό κορμό, όμως το δάσος τραβιέται αργά αργά, το σκηνικό ξεντύνεται, βρίσκομαι πάλι στην αρχή, βρίσκομαι πάλι στο νησί, βρίσκομαι πίσω απ'το παρελθόν, πέρα απ'τη σύγχυση της σάρκας.

Η αργή συστολή του κόσμου; Κρεττατούρα στο γυαλί. Έξω μια πόλη άγαλμα απ'το κρύο. Η πάχνη κάθεται στα τζάμια σαν ευχή. Μέσα μια χώρα ζεστά σεντόνια χέρια πόδια και μαλλιά. Κρατώ την ανάσα μου μέχρι σκασμού, η ησυχία θα κλιμακωθεί, ψιχάλα βροχή κατακλυσμός, η καρδιά βραδυπορεί, ώσπου κάθε χτύπος είναι ένα παρακαλητό. Οι υάκινθοι έχουν ανθίσει, τέτοια μοσχοβολιά, η παρηγοριά της κίτρινης λάμπας, κλείνω τα μάτια μου σφιχτά, Τα'χεις δει όλα; Τα'χω δει όλα, τα ρούχα του πάνω απ'τα ρούχα μου, την κόκκινη ζώνη που παραλίγο να με πάρει, κάνε με χήρα σου, τι παράξενο πράγμα να ζητήσει κανείς, και το αίμα δε γίνεται νερό, κι η αμαρτία δεν αλλάζει, πιάνω το σταυρό που κρέμεται απ'το λαιμό μου απ'όνομα σ'όνομα, από σπίτι σε σπίτι, από πληγή σε πληγή, από μένα σε σένα

μια στιγμή στην Κορντιγιέρα Οριεντάλ, ένα ταξίδι απ'τα εύκρατα στις ατόλλες του Ειρηνικού, μια βουτιά εκεί που γεννιούνται οι αστακοί, μια αιώρηση σαν κολιμπρί, ένα κύλησμα στο χωράφι του κριθαριού, μια στάλα κεχριμπαριού στα απόφυκα της λάσπης, μια χούφτα άσπρη άμμος, η πρώτη γουλιά μαύρου τσαγιού η πρωινή μετά από το ξενύχτι, η μουσική απ'το βαμμένο πέπλο, η άλλη εποχή, τα ξένα τους κορμιά...

Η κουβέντα δε γίνεται για το άρπαγμα στις σκάλες που φέρνουν απ'την αυλή, εκεί ακριβώς που προσπάθησα να κρεμαστώ, όμως γίνεται η αρχή, ακούγοντας το βρόντηγμα της πόρτας κατέβηκα τον όροφο σα να'πεφτα σακί, πιαστήκαμε κεφαλοκλείδωμα, γελάσαμε χωρίς λόγο σα να ήμασταν βιαστικό ρομάντζο σε βιντεοκασέττα, στρογγυλά χρόνια, στρογγυλά λόγια, σε θέλω, δες πόσο στρογγυλά.

Δίπλα στη ρηχιά θάλασσα ξεβράστηκε μετά το σαματά της πρωτοχρονιάς ένας κορμός σεκόγιας. Αυτής, ναι, της άξιζε μια ταφόπλακα ομιλούσα (sprechende Grabstein). Έβγαλα τα γάντια, τα έχωσα στην τσέπη, γονάτισα στη λάσπη και χάιδεψα τη γλίτσα που σκέπαζε το θάνατο. Προσπάθησα να σπρώξω το κουφάρι αλλά η ρίζα του πλανήτη το κρατούσε ξάπλα στο σημείο. Ήταν μια σπάνια μέρα νηνεμίας, ένα σπάνιο σιωπηλό ηλιοβασίλεμα, οι αρμυρές λακκουβόλιμνες της παραλίας καθρέφτες, οι γλάροι εξαφανισμένοι, τα χόρτα των αναχωμάτων ακίνητα σαν φωτογραφημένα, ήταν μια μέρα πένθους.

Ακούω με σταθερή, καθαρή φωνή το Hvor er du henne? στη μέση του ποτέ
κι αν είχα ξεχάσει, δε γινόταν παρά να θυμηθώ: τα δόντια, το λαιμό,
τους δελτοειδείς, το αγκομαχητό, τη λύσσα, τον επίμονο εφιάλτη,
το λήθαργο το βαθύ που δεν τον βρίσκει ξύπνημα, θεέ μου την αρρώστια, το ρίγος, τον πυρετό
την αγωνία της ορθόπνοιας, την αγωνία του προσκυνητή.

Ακούω με σταθερή, καθαρή φωνή το όνομά μου, μια λέξη τόσο διαυγής
βουτηγμένη στην ευγένεια και αυτήν τη γλυκονερίστικη προφορά
και με τη σιγουριά της αναγγελίας του θανάτου έπεται το αυτονόητο
τα μάτια ψηλά, η στροφή του κεφαλιού, στο κοίταγμα όλες μου οι ερωτήσεις
στο κοίταγμα και το όχι και το ναι.

Κι ένα παιδί δημοτικού γονατισμένο δίπλα στο κρεβάτι λέει την προσευχή
Παρακαλώ βάλε το χέρι σου και τράβα μου έξω τα εντόσθια απ'το λαιμό ως τ'αχαμνά
όπως κάνουν το χάραμα στα τραπέζια των νεκροτομών.
Κι ένας άντρας γυμνός και αφηνιασμένος τα ίδια και τα ίδια
Παρακαλώ βάλε το χέρι σου και τράβα μου έξω την ψυχή.

Τα ζεστά του δάχτυλα και η τύχη τους... το δεξί χέρι του, ζεστό κι αυτό σα ζυμάρι που χωνεύει, ένα μαλτέζικο παρανήσι που αρμόζει αυστηρά στον ίδιο και σ'όσους αγαπάνε τη ζωή, μια υποτροπιάζουσα σύμπτωση που κρατάει μια στιγμή, μια διακριτική συνάντηση σημείων. Μα αντί να υπηρετήσει το δέον, ήρθε και στάθηκε πίσω μου ακριβώς και σκύβοντας για τις ανάγκες του προβλήματος το στέρνο του και το πάνω μέρος της κοιλιάς του ακούμπησαν απαλά το κεφάλι μου. Δεν κουνιέμαι καριόλη πιθαμή. Παίρνει κι αφήνει ανάσες στα μαλλιά μου, με βρίσκει η μυρωδιά του ώριμου λαιμού του, μια μυρωδιά όψιμου χειμώνα, εκείνη που αναδίδουν τα παράκτια δάση μια αποβροχάδα Κυριακή με ήλιο δειλό. Τα ζεστά του δάχτυλα σαν βηταμπλοκαρισμένα γύρω από τα δικά μου του δεξιού χεριού, τέσσερεις πόντους επί τα εκτός της μηριαίας του πάσχοντος, θέρμη περιλουσμένη στο μικρό άυπνο παγετό, το αίμα μου σα να'χει εξαφανιστεί απ'τα άκρα μου, πρώτος φόβος πρώτης φοράς κι ανάφλεξη στα σκέλια, περί αποφάσεων, περί νόσου της ιερής και πέριξ της σιωπής, δε μπορεί να είμαι σοβαρός! Ώρες ώρες με πλένει ένας ιδρώτας νευρικός πως θα χάσω την παινεμένη μου εγκράτεια και θα του αλφαδιάσω ένα φιλί και ούτε η γη δεν είναι τότε σταθερή, αυτά περί καταστροφής.