© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Ταῶς

Η μαλακή φωνή λέει τ'όνομά μου
με την αστεία ξένη της προφορά
κι ακούγεται σαν καραμέλα που'χει λιώσει απ'τη ζέστη
στο αμάξι ένα μεσημέρι του Ιούλη

έχει αχινούς στην Ολυμπιάδα
εκεί δίπλα στο σωλήνα των ομβρίων
οι γυναίκες με κοιτούσαν πονηρά
έκανα πως δεν έπαιρνα χαμπάρι

και τώρα, να, ταώς ξεπουπουλιάρης
ej, du bist hübscher denn je
μου γράφει η κυρά
και τώρα, να

φυτρώνουν μέσα μου όλες αυτές οι τρέλες
να χαϊδέψω το άγνωρο κεφάλι
να νιώσω τα μαλλιά που μισοασπρίζουνε λεπτά
να σύρω τα αισχρά μου χείλια στο ξένο σβέρκο

στάσου βρωμιάρη
όλα είναι ξένα
δεν είσαι μέσα στο κορμί σου
δεν είσαι εσύ, δεν είσαι αυτός

πες πάλι τ'όνομά μου απαλά όπως γλυκομιλάς σε όλους
κοίτα με μες στα μάτια και πες ξανά
jeg elsker at stemme, men jeg hader politikerne
θύμισέ μου πως υπάρχουν ζωντανοί

με φιλικούς χαιρετισμούς
τέως ταώς
x


«Σὲ πονάει μὲ τὴ νοτιά; - Ὄχι ἀπ᾿ ἀλλοῦ πονάω.»

Μόλις έγλειφες την ήβη σου μόλις έγλειφα τη δική μου λίγο έξω απ'το Σταυρό προς τη Ρεντίνα Καθαρά Δευτέρα με ψιλοβρόχι κι αέρα ο πατέρας σου λουσμένος στο τσίπουρο δεν πρόσεχα πολλά μες την αφηρημάδα με κατάπινε ο εξωτισμός της Μεσογείου κι όταν με ξυπνήσαν οι φωνές των αντρών γελούσες τρελά πάνω στο ασέλωτο νεαρό φαρί. Δε σας πρόλαβε κανείς. Βγήκατε στην άσφαλτο τη σκοτώστρα και σας βρήκαμε στην ταβέρνα στον Άνω Σταυρό.

Την κατσάδα που'φαγες τη θυμάται ακόμα ο ταβερνιάρης μαζί και τα δυο χαστούκια. Τη νύχτα του όψιμου Μαΐου, την ήμερη ξάστερη νύχτα που πήγαμε και ήπιαμε τρεις και τρεις κάτουρο Άμστελ και μισό λίτρο ούζο έκαστος και μου'λεγες αυτό το φως εκεί είναι το Βέρσο το άλλο εκεί το Μπαρρακούντα αυτά κι αυτά η εθνική κι εγώ κοιτούσα το δάχτυλό σου που έδειχνε και γύρω όλα ήταν ήμερη ξάστερη νύχτα, τα μαύρα νερά ζεστά και χυλωμένα, ο κόσμος πουθενά. Οδήγησες σουρωμένη απ'τα ημίφωτα των Βρασνών στα σκοτάδια της σερραϊκής ακτής. Παραπατήσαμε ως την κυματοσκασιά, σε φίλησα διψασμένος όπως διψάνε οι ελαιώνες για φωτιά, μ'έσφιξες σα να ήταν να καταταχτώ, και μ'έστειλες στο διάολο.

-

Γεμάτη σκιές και μ'όλα τα μυστικά
μελίχρυσος η απλησίαστη τιμή σου
τα όμικρον τα λάμβδα και τα ρω

κανείς δε δένει με σοροκάδα
ο φόβος πεθαίνει στα μικρά νησιά
καιρός βοή και ροίζος στο σφυγμό

πίσω απ'τα χείλη μικρό πέλαγος αραγονίτη
καπνός ακάπνιστος υγρός σαν πρώτη γη
τόλμα ένα σπίρτο, τα λιόδεντρα λυσσάνε για κόλαση.

-

Στη φόρα 4

Τα παράθυρα πέρα πέρα ανοιχτά. Μέσα ο φλοίσβος η αύρα η καλοκαιρινή το παρκεταρισμένο μάρμαρο οι λευκοί τοίχοι το φως, το φως του πρώτου πρωινού που έρχεσαι στον κόσμο κι εκείνη η μυρωδιά της παλιαντζούρας που δε φεύγει ποτέ απ'τα σπίτια στα μικρά νησιά. Πάνω απ'το τζάκι η φωτογραφία του παππού που το'σκασε απ'τους ναζί κρεμασμένος κάτω απ'το εμπορικό βαγόνι να τα'χει πιει με τον πατέρα, τα τέσσερα σπαθιά, η προτομή του Ιπποκράτη. Το πατρικό μου σπίτι. Ο dörnsk με τον ξύλινο καναπέ στη μια και το ντιβανάκι στην άλλη μεριά και ξαπλωμένοι εκεί κι εδώ εσύ κι εγώ, αυτή κι εγώ. Το σώμα μου σα να μην υπέφερε ποτέ με κουβαλάει κοντά στην απρόσωπη γυναίκα με τα μεγάλα σκουλαρίκια, έχει μαλακώσει με το βάρος της τη βαμβακερή κουβέρτα, φοράει εκείνο το φουστάνι το σα λατινοαμερικάνικο με τη βαθειά λαιμόκοψη, φυσικά από κάτω είναι γυμνή γιατί αλλιώς πώς θα πάει εμπρός η ιστορία, γίνομαι τρυφερός μαζί της, γίνομαι γιατί ποτέ δεν κατάφερα να είμαι με καμιά στ'αλήθεια, και πιάνουμε ένα αργό γαμήσι, και χύνω και δε μου πέφτει κι ο κύκλος ξαναπαίζει τέσσερεις πέντε φορές ώσπου πλέον κολυμπώντας στα ζουμιά στραγγαλισμένος από μέσα έχω απελπιστεί. Η απρόσωπη γυναίκα γελάει και δεν κουνιέται και της λέω βοήθησέ με αλλά απ'το λαρύγγι μου δεν ακούγεται φωνή, αυτό είναι το τέλος του νησιού. Ξύπνησα έχοντας μισοχύσει, όταν μεγαλώσεις δεν καίγεσαι κι από ντροπή, την έπιασα να την παίξω και τότε συνήρθα και σε είδα να με παρακολουθείς, μαζεύτηκα αμέσως, έβγαλα το χέρι έξω, το σκούπισα στο σωρτς, κι αυτό δεν είναι φαντασία δυστυχώς, στην επόμενη στιγμή βρισκόμουν μέσα σ'ένα στόμα αντρικό και σε ούτε μισό λεπτό έχυνα φωνάζοντας κι αρπαγμένος από κάποια μαύρα μαλλιά, όλα αυτά έγιναν σήμερα Κυριακή πρωί μόλις 130 χιλιόμετρα βόρεια του Wyk που φοβάμαι να ξαναεπισκεφτώ.

Μια ανίκητη δυστυχία

Οι βόρειοι άνεμοι συναντούν τους δυτικούς, η θάλασσα σκάει μέσα στον εαυτό της, τα κύματα πλατειά και ξακρισμένα στρίβονται σταυροβελονιά το ένα πάνω στο άλλο, το παράκτιο μουρμουρητό καθρεφτίζεται στο ανάχωμα, στην άμμο, στο νερό και ζώνει, σβήνει, θάβει. 
Το δέλτα του Γαλλικού είναι μορντέντο μες στη θλίψη.
Ακολουθούν οι εντολές
να φοβάσαι τον καιρό
να μην εμπιστεύεσαι
να'χεις υπομονή
να διαβάζεις
να μη μιλάς
να ντύνεσαι καλά.

Πίσω από τη φτηνή κουρτίνα που είναι λίγο πιο παχειά από ομίχλη κρύβεται η ανίκητη δυστυχία. Τη βλέπω και με βλέπει κι όπως κάνει ρεύμα φυσιέται και με βρέχει λίγο λίγο. Στα μάτια μας η ζωή είναι μουντή σαν φτώχεια μοσχοβίτισσα.
Πιάσε με κάτω απ'τα ρούχα και πες καις σα να'χεις πυρετό να πω
θέλω να βρω το θάνατο ήσυχος σε μια ακτή μια μέρα με λιακάδα
μη μιλάς έτσι, μη μιλάς έτσι και σφίξε μου τα δάχτυλα που ξέρεις πως θα πονέσουν.

Στα μάτια της νοσοκόμας δεν κρύβεται ο εκνευρισμός. Με παρακολουθεί κι αδημονεί. Τα αργά βήματα, το αργό βάλσιμο των γαντιών, το αργό ψάξιμο στην τσέπη, λες κι ο χρόνος δε μας αφήνει όλους πίσω, η άρρωστη σβήνει συνεχώς σα νωτισμένο σπίρτο. Στο τηλέφωνο την ακούω μερικές φορές να ξεφυσάει από την ταλαιπώρια για τις λίγες λέξεις που βγαίνουν από εντός μου με τόσο ζόρι. Στις τρεις το βράδυ όταν έχω μείνει μόνος στα ΤΕΠ και με καλούν στη νεφρολογική που είναι στο άλλο τετράγωνο διασχίζω τους άφωτους διαδρόμους και τα σαμπώ σέρνονται σαν παπούτσια τιμωρημένου μαθητή, οι πόρτες η μια μετά την άλλη, οι πανομοιότυποι θάλαμοι, οι εκατοντάδες ίδιοι νεροχύτες, τα ντουλάπια με το ξαπλόχαρτο, το χαρτοβάμβακα, τις πάπιες, τα Φόλλεϋ, τα Λεβάην, τα στατώ και οι οροί, το σπίτι του μαρτυρίου, ο οίκος του θεού, η ανίκητη δυστυχία. Όταν κάνω εξιτήριο σημειώνω στο νου εις το επανιδείν, θες εδώ, θες στο χώμα, η θεραπεία είναι παράταση, η ίαση είναι τέρμα, δεν αναθεωρώ, ανακαλύπτω
όπως ανακαλύπτω πως με κλέβεις στο χαρτί για εκατό και κάνεις και κάνω το μαλάκα.
x
Ένα βράδυ γύρισα απ'τη Μάδυτο, πάρκαρα βιαστικά δίπλα στον ανανά κι ανέβηκα απ'τις σκάλες. Στο σπίτι τσιτσίριζαν κρεμμύδια στο τηγάνι, η γυναίκα στεκόταν εμπρός απ'την κουζίνα μ'ένα Σιλκάτ στο στόμα και τα χάζευε, έπαιζε Παγιουμτζής να κουφαθείς, το μόνο φως ήταν του απορροφητήρα, το λάδι πιτσιλούσε τα πλακάκια, την κοιλιά και τα βυζιά της, τηγανίζει πάντα με το σώβρακο γιατί αν λερωθεί το κρέας πλένεται πιο εύκολα απ'τα ρούχα (sic.), ξάπλωσα στο μικρό καναπέ με τα πόδια κρεμασμένα, έκλεισα τα μάτια, ποια δυστυχία; ρωτούσα τότε, αυτή, απαντάω τώρα.