© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

και κεκιρσωμένας έχων τας πέριξ φλέβας

Γενική χειρουργική για το σωσμό του κόσμου οι ώμοι περσινοί οκλαδόν μετέωρη στη χέστρα πίσω απ'τα ΤΕΠ κοιτάς μην κατουρήσεις τον ποδόγυρο της ρόμπας το δάχτυλο σε πονάει απ'το κωλοδαχτύλωμα οι γύφτοι σε αναταραχή ένας κοιλαράς έφυγε μαινόμενος εμείς τι περιμένουμε τόσες ώρες η νοσοκόμα δε βρίσκει φλέβα ο καθετήρας δεν περνάει τη συμπληγάδα φέρε Τήμαν φέρε τζελ φέρε τον πούτσο βόλτα φλωπ θα πέσουν τα πήγματα στη σάκα από προχτές το γιατρείο δεν έχει ξεμποχίσει και η ωραία γκόμενα και ο ωραίος κόκκυγάς της σ'εκδικούνται έξω περιμένουν τριακόσιοι πικραμένοι ο επιμελητής κοιμάται στο δεύτερο και να σου πέσει το κωλί μα δε θα τον ξυπνήσεις τα πεύκα τα πευκάκια κρατάν την ορμή της νύχτας απ'τ'αυτιά κι όταν το άλλο μεσημέρι αναδυθείς θα είσαι τυμβωρύχος, τα λέω σωστά; Το μυστικό είναι κάτω το κεφάλι το στόμα σφαλιστό κέρμα το μάτι και θα βγεις στην άλλη όχθη κολυμπώντας μ'εκείνα και μ'αυτά η φιλανθρωπία πληρώνεται φτηνά σαν πίπα πρεζούς στο πόδι κι εκείνη η μέρα η Κυριακή σε σταυρώνει στην πλατεία του Δεντροποτάμου και οι γύφτοι σου σε βλέπουν χωρίς να σε θυμούνται αλλά εσύ τους έχεις ανοίξει στα δυο τα κωλομέρια μια νύχτα με φεγγάρι κι έκανες ρομαντζάδα από ραγάδα σε ραγάδα ό,τι φαινότανε σαφές τώρα είναι και δεν είναι στην ώρα την εννιά στην ώρα του σκισίματος τα μερομήνια των σκατών το λίγο και το πολύ σάπιο μουνί τα άχρηστα αρχίδια η χιλιοπρόσωπη αγέλαστη νυχτιάτικη μιζέρια που ξέρεις καλά πως θα σε βρει και θα σε εξαφανίσει κι εκεί που υπέφερες όλα σου τα χρόνια τα χρυσά εκεί θα σβήσεις ένα λεπτό πρωί στάγδην και προσοχή γάμμα νι πι και δέλτα χει μια μικρή κρεμαστή κοιλιά μια γραμμή ανάμεσα στα φρύδια κρύος ιδρώτας το παντελόνι πέφτει πράσινο φαρδύ βρακί του Οβελίξ στο μωσαϊκό μια λίμνη τέλος μέση και αρχή μια λίμνη ψωλή και παρθενιά κι εκείνη η μέρα η Κυριακή ρίχνει για το κεφάλι, κάτσε σκυφτή, ο κόσμος την έκανε κι έμεινες κατακάθι σαν επιληπτικό παιδί ένα τίποτα και κάτι παραπάνω ανάγαπη χωρίς γονείς χωρίς αδέρφια χωρίς άλλη ιστορία παρά αυτή που γράφεις σε κάθε βάρδιά σου οχτώ κι οχτώ ένα γαμήσι στα κλεφτά δεκάξι όρκοι αγάπης γελάς το ξέρω που γελάς και γλείφεις τα δάκρυά σου η θεία ανθρώπινη ηθική απαγορεύει να μετανιώσεις απ'την απελπισία και μετά είναι ισιάδι στο βάθος κακό συννεφομάζεμα και λόφοι βλοσυροί εμπρός εσύ δεν έχεις πίσω εμπρός κοίτα πόσες γαμωτρύπες σε περιμένουν με χαρά!

/

Τα πέρασα κι αυτά και είναι ξεχασμένα πεταμένα λεφτά εξήντα πέντε κιλά πεταμένα λεφτά το βαμβακερό κουβερτάκι το μαξιλάρι με το ελάφι γυρισμένο ανάποδα ξαπλώνω στο δεξί πλευρό για να μην πέφτει το συκώτι και μου ζορίζει την καρδιά το επίμονο σκηνικό της ήττας είμαι επικίνδυνος όταν είμαι μόνος η μελαγχολία δεν κάνει χωρίς μνήμη αναλώθηκα σ'αυτά που ήμουν και εξαφανίστηκα. Ήταν Μάιος έβρεχε χειμωνιάτικη βροχή η μικρή με όλη τη σχιζοφρένειά της έχυνε μου'πιανε τους αγκώνες την χαζόβριζα γελώντας κι έλεγε θέλω να μπω μες στο κεφάλι σου θέλω να θέλω να δε θυμάμαι τι άλλο έλεγε όμως χαιρόμουν που ήμουν τόσο κάποιος και τώρα τώρα δα έρχεται από τότε από εκεί η τρέλα αναλλοίωτη ανεβαίνει σα ρεύμα ξέρω ποιος είσαι ξέρω τι σκέφτεσαι ξέρω πού έχεις χαθεί έχεις χαθεί στο επίμονο σκηνικό της ήττας στα αχτένιστα μαλλιά στο ακίνητο κορμί στη μπλούζα με το βε στο σωρτς που το βρήκε η χλωρίνη και το ξέβαψε στην τσέπη η νύχτα στο μυαλό μια άπνοη αρκτική νύχτα πλημμύρα στην ομίχλη χωρίς ουρανό χωρίς χάραμα μια σκέτη νύχτα ένα κακέτυπο των κακών του Περσικού ένας κάποιος που χλωμιάζει στην όψη του θερμός ναι εγώ είμαι αυτός μήνες τώρα κάθε μέρα φέρνει τέλος και παίρνει αναβολή. Ποιος όρκος του Ιπποκράτη ποια ηθική ποιος ο σωσμός του κόσμου πληρώνομαι για να ξεπροβοδίζω το ίδιο κι εσύ και όλοι οι επίδοξοι χρηστοί.

Απ'το κελί (φωναχτά)

BY JOHN MASEFIELD

I must go down to the seas again, to the lonely sea and the sky,
And all I ask is a tall ship and a star to steer her by;
And the wheel’s kick and the wind’s song and the white sail’s shaking,
And a grey mist on the sea’s face, and a grey dawn breaking.

I must go down to the seas again, for the call of the running tide
Is a wild call and a clear call that may not be denied;
And all I ask is a windy day with the white clouds flying,
And the flung spray and the blown spume, and the sea-gulls crying.

I must go down to the seas again, to the vagrant gypsy life,
To the gull’s way and the whale’s way where the wind’s like a whetted knife;
And all I ask is a merry yarn from a laughing fellow-rover,
And quiet sleep and a sweet dream when the long trick’s over.


ΑΦΗΝΟΥΜΕ ΓΕΝΕΙΑΔΑ ΓΙΑ ΝΑ ΚΡΕΜΙΟΜΑΣΤΕ ΚΡΥΦΑ
Η ΔΙΑΣΤΡΟΦΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΝΟΣΟΣ
ΝΟΣΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΩΣΤΟ

They lied about everything

Για τίποτα δεν είπαν την αλήθεια παρά γι'αυτά
ανατομία διαβάζεις απ'την επιτομή
κι όλα συνοψίζονται σ'ένα γνώριμο σώμα
απ'το οποίο ποτέ δεν αποφοιτάς.

/

Το μελτέμι μας κατέβαζε τη σκόνη της Ιστιαίας στις πετσέτες. Από το μπαλκονέτο έβλεπα τα λιόδεντρα που έδειχναν τα ασημιά τους. Οι κουρτίνες φούσκωναν και μου χάιδευαν τη γάμπα. Η νύχτα φυτρώνει απ'το νερό, πρώτα μαυρίζει η θάλασσα, κι αν δε φυσούσε τόσο οι μέδουσες κι οι ράχες των ψαριών του αφρού θα έπαιζαν τ'αστέρια. Τα πλακάκια ζεσταμένα, τρεις μήνες αναβροχιά, τέτοια ξέρα, τέτοιοι ήλιοι, τέτοιες μέρες, στα αριστερά τα πεύκα τα πευκιά συστάδα σκοτεινιάς, το αποκάμωμα του Αυγούστου, η μοναξιά και το κατάματά της. Είχα μια ώρα μέχρι να με πνίξει το βράδυ να σκεφτώ την ακινησία στους Ωρεούς, τα γυμνά μου πόδια άκρη άκρη στο κράσπεδο, τις μικρές μικρές λάμψεις της πετονιάς σαν τα πρίσματα των βρεγμένων βλεφαρίδων, το χρώμα μιας τρυφερής ματιάς όλο χυμένο στο λιμανάκι, τα μάτια τα αδειανά, την πλάτη μου και το πώς καιγόταν και μ'έκαιγε ως μέσα, είχα μια ώρα να σκεφτώ το αγκίστρι που μ'είχε σκίσει. Όταν έπεσε ο άνεμος κι ακούστηκαν οι γρύλλοι ήμουν στο Πήλι ήμουν στο Πευκί κι ήμουν ο βασιλιάς του κόσμου.

/

Στην τηλεόραση έπαιζε de jurk στα ολλανδικά λέξη δεν καταλάβαινα. Είχαμε μείνει οι δυο μας. Η τάβλα του καναπέ απ'το '70 κάτω από το λιωμένο μαξιλάρι μ'έκοβε στις ιγνυακές, κι αν ίδρωνα πίσω απ'τα γόνατα ήταν επειδή μας είχε πατήσει η άπνοια και το τριαντάρι. Έπαιζες με τους αντίχειρές σου πάνω στην κοιλιά σου, και τους κοίταγα κλεφτά, οι πιο αντρίκειοι αντίχειρες που έχω δει ανάθεμα τον Ασκληπιό ανάθεμα το Ληθαίο. Στο τέλος το πήρα απόφαση και από χαμένο κορμί βρέθηκα στο δικό σου. Φεύγοντας τσαλακωμένος το πρωί, το'κοψα πίσω απ'τα θάμνα γιατί η γκόμενά σου η Μ. μόλις έπαιρνε με το ποδήλατο τη στροφή για την αυλή.

Χρωστούσα ακόμα όλες τις ανατομίες. Αφού δεν τις διαβάζεις ρε Φ. θα μου πεις. Το αλάτι ερχόταν σπρέη στο παρμπρίζ. Η ανατομία είναι μονοθεϊστική. Βάλε μου ένα τσιγάρο στο στόμα. Τα δάχτυλά σου μύριζαν την ιερή φασκομηλιά. Σου έπιασα το μπούτι μες στ'αμάξι. Να στ'ανάψω κιόλας; Όχι. Σε άφησα στον ανεμόμυλο του Όλντζουμ στη γωνία. Ξέρεις πόσα χρόνια πάνε από τότε;

/

Ο βασιλικός που μαραζώνει
το χιόνι των ξεραμένων φύλλων του 
ο βουβός ποταμός η ήσυχη αναπνοή μου

ο βροχόκαιρος που κοντοστέκεται
τα μαλακά νερά γύρω απ'το Ζυλτ
ο χυλός για γη οι γλάροι οι πεταλίδες

κόντρα στο ζεστό τελευταίο φως
τα μπατζάκια στα γόνατα που μας έχουν στηρίξει και τους δυο
τον προσέχω πίσω απ'τα σκούρα γυαλιά με μάτια σχεδόν κλεισμένα

πάλι γράφεις
τι γράφεις
για σένα


/

Στο ανάχωμα του Βέδστεντ η παλίρροια είναι στη φούντωσή της.
Η δύση έρχεται από χρόνο αόριστο. Και φέρνει μια ησυχία...