© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Skov

Το ποδήλατο μου πέφτει μικρό. Ο κώλος μου ακουμπάει στο καλάθι μέσα στο οποίο έχω φορτώσει δυο μηλοχυμούς και μια σκουπιδοσακούλα που θα πάει βόλτα τρία χιλιόμετρα κόντρα στον πουνέντε. Είναι το φωτεινό παράθυρο της μέρας, οι δυο ώρες που δε βρέχει. Πριν αρχίσουν οι λόφοι να απομακρύνονται ο ένας από τον άλλο, υπάρχει μια πλατεία με ένα ξύλινο τραπέζι εκδρομής και έναν κάδο. Εκεί πετάω τα σκουπίδια της βδομάδας γιατί η σπιτονυκοιρά δε θέλει να πληρώσει τα εφτά ψιλά το χρόνο τέλη της σκουπιδιάρας. Η άμμος καταρρέει στις άκρες της ασφάλτου, ο δρόμος υποχωρεί, στο τέρμα της κατηφόρας βρίσκεται η ακτή, το αρμυρό πλατώ, τα μπητς μπάγκυ, οι ταμπέλες για το γουίντσέρφ, οι πατημασιές των επισκεπτών, η γλίτσα, τα σκουλήκια, τα πανάκριβα σκυλιά και οι φτηνοί τους αφέντες, όλα θολά από το σπρέη του αλατιού. Γύρω αντηχεί στους λόφους και τα βαφτισμένα σπίτια το γουργουρητό του σχεδόν Ατλαντικού, και εκεί, στην κωλοτρυπίδα του νησιού στέκομαι εγώ, με το ένα πόδι στο πετάλι και το άλλο καταγής, κατακτητής του κόσμου.

-

Στα γόνατα με το κεφάλι κάτω, στη θέση μου κάτω από τις νοσοκόμες, ελέγχω τις CRP και τις αιμοσφαιρίνες, ενώ ταυτόχρονα κρυφοκοιτώ τις λευκοντυμένες γάμπες που κουράζονται γράφοντας άσκοπες διαδρομές. Οι κομψές αυτές γάμπες ανεβάζουν τη ματιά σε μπούτια που ενώνονται σε περίνεα που έχουν τσιτωθεί, εξιδρώσει και σκιστεί μια και δυο και τρεις και πιο πολλές φορές για να γεννήσουν παιδιά της χρηστής φυλής. Το τέταρτο παιδί του διευθυντή της ενδοκρινολογικής είναι καθυστερημένο. Δεν ήταν οιωνός, ήταν στραβοκοντυλιά, ε και; Τώρα η γυναίκα του είναι γκαστρωμένη έκτη φορά. Οι άντρες εδώ χύνουν πάντα μέσα, τι λέει γι'αυτό ο λουθηρανισμός σου; Τι λέει η μια και η άλλη πλυμένη θρησκεία του βορρά; Εγώ διαφωνώ, αλλά ορίστε το αστείο, είμαι σταγόνα γκέττο στο νερό του ενυδρείου με τα (γ)κόυ. Οι ζωές τους φέγγουν για λίγο και ασθενικά, τα μουνιά ξηλώνονται, τα ζουμιά σκουπίζονται σα να μην έτρεξαν ποτέ και έτσι κλείνει ο κύκλος.

-

Το δάσος έχει παραλύσει. Τα σύννεφα τρέχουν, κάτω εδώ στα χαμηλά δεν πνέει ούτε φιλί. Με σκεπάζει η κουβέρτα του πλανήτη, το μάγουλό μου ζουλιέται στα σάπια φύλλα, οι μύξες έχουν παγώσει στο μουστάκι. Το ποδήλατο με περιμένει δίπλα στο δρόμο. Ετοιμάζομαι να κοιμηθώ δυο ώρες με τα πόδια από εκεί, άγνωστος και κρυφός στο δάσος με την άμμο για στρωμάτσα, γιος μιας Σάρρας που έσβησε μόνη στην έρημο Νεγκέβ πριν βρει την άκρη της κλωστής. Είπα πολλές φορές πράγματα που τώρα παίρνω πίσω. Όμως υπήρξαν και στιγμές επιθανάτιας ειλικρίνειας για τις οποίες δε δικαιούμαι να αναθεωρήσω. Η επιστροφή είναι μια μυστήρια κατηφόρα, γεμάτη λαγότρυπες που καραδοκούν να σου καταπιούν τους αστραγάλους. Στο τέλος θα βρεις το παλιό παρατηρητήριο και τις τέσσερεις ταμπέλες, στο τέλος θα βρεις και τη στάχτη του Ισραήλ.

-

Ξαπλώνω στο παράξενο κρεβάτι και ξαπλώνω στη σοφίτα του κτιρίου της Χόλμπεργκσπλαςς, σβήνω το φως και σβήνει μια μακρά εγκόσμια ιστορία. Τα τζάμια τρόμαζαν από το τραμ κάθε είκοσι λεπτά. Ανάμεσά μας ζεσταινόταν εκείνος ο χρυσός σταυρός σου, η αληθινή θρησκεία, η πίστη της σαρκός.

-

ἅλς



-Μωρίς - είμαι ηλίθιος.
-Μείνε ηλίθιος, είπε ο Μωρίς και τον μετέφερε πάνω, τον έγδυσε και τον έβαλε στο κρεβάτι.


Forster

καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς..., καὶ διεχώρισεν...

Το ανεμούριο του καμπαναριού δείχνει πού θα πάμε όταν μας θερίσει ο Θεός (κάτω). Τις άπνοες μέρες βρέχει. Από την πόλη απέναντι δεν ξεχωρίζει τίποτα παρά η λάμπα του ψηλού φουγάρου, το φως της βιομηχανίας, το θαύμα της ανάπτυξης. Ο ύποπτος ατμός του σβήνει στην αρμυρή αχλή και λέμε ο αέρας είναι τόσο καθαρός, απάτη και αυταπάτη. Η θάλασσα στο στενό είναι το πλύμα της βρωμιάς όλου του κόσμου, πρόσεξε τις γωνίες στις προβλήτες και τα χέρια σου απ'τους κάβους. Η άμμος στα στεγνά είναι ξανθωπή, αλλά δε με γελάει, είναι το ψέμα της λασπουριάς την ώρα που τραβιούνται τα νερά.

Οι σκούρες ώρες λιγοστεύουν. Στον πάτο του πηγαδιού η μέρα με τυφλώνει: δεν έχει άλλη κατρακύλα. Ο αέρας είναι τόσο καθαρός, τι μαλακίες. Ο αέρας μας σκοτώνει. Ένα ένα τα έργα της γενέσεως προχωρούν και πίσω μένει μούργα. 

Ρίχνω βραστό νερό στην κούπα. Τα κλαδάκια του τσαγιού έχουν ταριχευτεί, δε δίνουν άλλο. Η σακούλα που έχει μέσα τις πράσινες πατάτες θροΐζει, ένα μικρό καφετί ποντίκι κάνει ανασκαφή. Θέλω να καπνίσω μια βδομάδα τώρα. Μια βδομάδα τώρα! Σε μια βδομάδα χτίστηκε ολόκληρος κόσμος δυστυχίας από τα θεμέλια ως την κορφή...

/

Ορισμένα σφάλματα δεν παλιώνουνε ποτέ: το μουστάκι μου στα γένεια, η γλώσσα σου στα χείλη, εκείνα τα αλησμόνητα μάτια του βαρισκίτη. Άφησα την πρώτη μου γυναίκα και όσες με βρήκαν έπειτα απ'αυτή, χαμογελώ, θα περιαυτολογήσω, ήταν αρκετές. Άφησα δυο πατρίδες και ανάθεμά με αν ήξερες, πώς το ν'αφήνεις σε σκίζει και σε ξαναγεννά.

Οι άγκυρες μαϊνάρονται ήσυχα, τα λιμάνια πιάνονται χωρίς πολλά πολλά. Το φυλαγμένο στένωμα και οι ήμεροι καιροί κάνουν τη γκρίνια ακριβή, το κλίμα δε σηκώνει τσιριμόνιες, παρά το γκέμι και το βήμα, απετάλωτα στις πέτρες με τα βρύα, κλιπ, κλωπ, κλιπ, κλωπ, και τις στάλες της βροχής που στραγγίζουν από το κεφάλι στα μανίκια, πλιπ, πλωπ, πλιπ, πλωπ. Οι μέρες μπαινοβγαίνουν ομαλά, και η ζωή χάνεται σαν ατμομηχανή σε ράγες που μακραίνουν.

/

Για να σε ξαναμυρίσω σπρώξε τη μούρη μου στο χώμα
και δοκίμασε να πεις: Θυμάσαι μήπως; Η γη είναι χωρισμός.
Η γη είναι οι θάνατοι, η θάλασσα οι γέννες
και στις ακτές στεκόμαστε λιγνοί σκυφτοί και προδωμένοι
ζητώντας ρέστα απ'το Θεό.

Ήμουν άπιστος, θα απαντήσω,
αλλά όχι πια.

/



the dust, the spray of the salt
the fog, the mist, the sand

the foam, the fish, the weeds
the pebbles on the shore

the clouds, the fleeting sun
the feet, the shoes, the stead

oh I know you'll make me sad
but I don't mind at all

Urd



Δακρύζω από τον αέρα. Πηγαίνω σκυφτός για να του πάω κόντρα. Ό,τι και να φορέσω το κρύο με ξεντύνει. Η δισδιάστατη γεωγραφία εξηγεί τα δυο μέτρα της ζωής. Η θάλασσα θα καταπιεί τα πάντα. Όλο της το νερό θα είναι στενοχώρια και όλο της το αλάτι, όλο της το αλάτι θα είναι το αίμα που με μύησε στο μικρό, στρογγυλωπό της σώμα.

Προχτές έκοψα την απτική επιφάνεια του δείκτη κόβοντας το ψωμί. Το επόμενο πρωί, πέρασα την πληγή πάνω από τις ρώγες της, κάτω από τα σκεπάσματα. Με αγκάλιασε από το λαιμό, τράβηξε το χέρι μου και το'βαλε στη θέση για να πιάσω αυτό που έμελλε να γεννήσει αργά και μαλακά, τη νέα ζέστη του μηνός.

Μου πήρε την ιδεολογία, μου πήρε τις αρχές. Δεν πονούσε όπως τις προηγούμενες φορές. Ήταν μια σιωπηλή εμμηναρχή, ένα γλίστρημα από τα εκεί στα εδώ.

Από γυναίκες σαν αυτή γεννιούνται μόνο απαντήσεις.

Πετέχειες χιονιού

῾Ηδὺ θέρους διψῶντι χιὼν ποτόν, ἡδὺ δὲ ναύταις ἐκ χειμῶνος ἰδεῖν εἰαρινὸν Στέφανον·
ἥδιον δ᾿, ὁπόταν κρύψιη μία τοὺς φιλέοντας χλαῖνα καὶ αἰνῆται Κύπρις ὑπ᾿ ἀμφοτέρων.


Το ψιλόχιονο πέφτει και λιώνει αμέσως πάνω στους λεπτούς της ώμους. Ξεπλένει σταλάζοντας το αίμα. Αυτή η χειμωνιάτικη σιωπή δεν αποκαλύπτει τις ώρες της ακατανόητης αγωνίας της που σχεδόν με παραλύουν. Της έχω κρατήσει τα χέρια στα σιωπηλά ώσπου οι συσπασμένοι μύες της να παραιτηθούν. Έχει σκουπίσει τις μύξες της στο στέρνο μου. Είναι μια ατίθαση μικρή και μου αρέσει ανυπόφορα.

-

Γιατί τόσο μίσος για το ασήμαντο κορμί; Γιατί τόσο μίσος για αυτή την ημιτέλεια;
Η φλόγα της ζωντάνιας μου είναι ο θυμός, η πρώτη ύλη όλων των λίγων συναισθημάτων σου, όπως μου είχε πει κάποτε μια διάττουσα γυναίκα. Μια θαμπή φωτογραφία 35χιλ. από το 1987 ενώ εκκολαπτόμουν μέσα στη θυμωμένη κοιλιά που μ'έφερε στον κόσμο ήταν το πρώτο μου πορτραίτο. Η γύρα του κόσμου μέσα από τις γέφυρες των κρουαζιέρων ήταν μια ζωή ατέρμονης οργής, θεέ μου πόσα κώμπλεξ έχω κι έγινα μεταναστευτικός όχι για να..., αλλά επειδή... Ο θυμός είναι κι αυτός κληρονομήσιμος: η μάνα μου πολύ πριν από εμένα έκαιγε τις φωτογραφίες μιας ξεχασμένης γκόμενας του πατέρα μου στην αυλή του σπιτιού που τότε νοίκιαζε στο Στάντε χορεύοντας σαν πνεύμα γύρω από τη φωτιά, βγάζοντας άναρθρες κραυγές. Η ζήλεια είναι μια άλλη αμαρτία, από την οποία με έσωσε ευτυχώς το πρώιμο τελετουργικό. Η ζήλεια της χωρούσε στη φωτιά, ενώ ο θυμός της ξεχείλισε στις δυο χαρακιές που αλφάδιασε με το αντικλείδι του σπιτιού στον πήχη του τότε εραστή της (τώρα εκείνος μετανιώνει που δεν έμεινε σημάδι). 

Τα γυαλιά μου κόστισαν μισό χιλιάρικο. Το θυμάμαι όταν προσπαθείς να με αγκαλιάσεις, αλλά πάντα το ξεχνώ όταν με τιμωρώ. Πέφτουν στο πάτωμα και αναπηδούν χλιαρά ή ξεκρεμιώνται από το ένα αυτί και μισοκάθονται στο μάγουλο που έχει παντζαριάσει. Το δεξιό αυτί, αυτό από το οποίο συνήθως ξεκρεμιώνται, αντιστοιχεί στο δεξιό το χέρι που είναι πιο δυνατό. Ακούω ένα βουητό και ζαλίζομαι και παραπατώ. Κάθομαι πάνω στη ράχη του καναπέ, κοιτιέμαι στον καθρέφτη και δε βλέπω καθαρά, αλλά γελώ με ό,τι μαντεύω και μου ρίχνω άλλη μια, ή δυο, ή τόσες μέχρι να κουραστώ ή να σκοτεινιάσουν όλα. Στο βάθος κάπου ανησυχώ νευρωτικά αν έσπασε ένα μικρό αγγείο στα κροταφικά εδάφη, γιατί σ'αυτήν την περίπτωση θα με χωρίσει η γλώσσα, και τι θα είμαι, αν είμαι στερεμένος από λόγια;

Είμαι ντυμένος με αυτή τη "συναινετική" βία. Γιατί το ίδιο σάλιο που καταπίνει κάποιος όλη μέρα, γίνεται βρωμιά όταν το φτύσει στο πρόσωπο ενός άλλου; Μετά απ'όλα και μέσα στη βραδινή μου ησυχία, όταν παίζει το βινύλιο του 1977 για τη ζούγκλα της Μαλαισίας και έχω ήδη πιει τη σόδα μου, ανακαλώ το πώς τραβιέσαι φοβισμένη όταν κινώ τα χέρια μου για να σε πιάσω, για να σε χαϊδέψω. Κάποτε, όχι μια φορά ή δυο, με τα ίδια χέρια, στο ίδιο κρεβάτι, σε έχω πονέσει έστω λίγο. Hei, ich hau dich mal nicht., σου λέω προς μαλακισμένη υπεράσπισή μου, και γελάς, γιατί γελάς; Du tust's einfach so, langsam, denn es gefällt dir so sehr, wenn ich Angst hab'. Το παράπονο στη φωνή σου... Μπορεί να έχω καιρό να σε χτυπήσω, αλλά δεν είναι πως δεν το επιθυμώ πολύ, δεν είναι πως δε βρίσκω άλλους δρόμους για τη "συναινετική" μας βία (αν και πάντα είναι υπέροχα να επιστρέφω στα παλιά). Η βία πίσω από τα καθαρά σιδερωμένα ρούχα και τη μάσκα του πολιτισμού, δηλαδή το ότι ακούω μόνο τρίτο πρόγραμμα και NDR Kultur και διαβάζω όλα εκείνα τα βιβλία που διαβάζουν μόνο οι πούστηδες και οι γκόμενες, μαγειρεύω, δεν έχω τρίχες στην κοιλιά, μιλάω λίγο, γράφω πήματα και γοητεύομαι από αμελητέες αηδίες, είναι το ίδιο γελοία με την "απρόσμενη" βία, δηλαδή τη βία που ζει τους δημοσιογράφους και τους ήρωες του κώλου, και το ίδιο τρομοκρατική: ένα ανάξιο ζώο που μ'ένα κρακ του λαιμού δε θα είναι ποτέ πια, να αποκτά τόση σημασία.

Η συμπάθειά μου για τη βία λερώνει τα πάντα σαν το μελάνι της σουπιάς, αλλά δεν είναι τίποτε άλλο παρά απάτη. Το ίδιο μου το σώμα είναι απάτη. Όφειλε να ομολογεί ειλικρινά τα όσα κρύβει, δηλαδή τις ασύμφορες ιδεολογίες, τις διαστροφές, την εγωπάθεια, την πλαδαρή βαλβίδα και το νευροστόμαχο. Σπάνια μόνο καταρρέει λίγο και διακριτικά: όταν έπαιρνα τα αντιπηκτικά στο δεύτερο έτος, συνειδητοποίησα πως ο λαιμός και το ένα μου μάγουλο ήταν στικτά από μικροσκοπικές σκούρες φακίδες. Μα εγώ δεν είχα ποτέ φακίδες. Δεν ήξερα ακόμα πολλά από ιατρική, και ο Β. Ε., που τότε ήταν έκτο έτος και νεοναζί, και τώρα είναι νεοναζί και καρδιολόγος, μου είπε, Αυτά ρε συ είναι πετέχειες. Χτύπησες πουθενά; Για λίγους μήνες αναγκάστηκα να εγκαταλείψω τις αγαπητές μου πρακτικές. Η εποχή εκείνη συνέπεσε με μια ατυχή συγκυρία (ξέρεις καλά ποιος είσαι και σε χαιρετώ) που με σύστησε στο νέο κόσμο της μεταβατικής βίας, μια αληθινή Αμερική. Οι σανίδες του διαμερίσματος της παλιάς πολυκατοικίας στο παράκεντρο της πόλης ήρθαν κοντά στο πρόσωπό μου. Ήμουν τόσο πολύ θυμωμένος που απομνημόνευσα με ακρίβεια τα νερά, τις πληγές και τους λεκέδες των σανιδιών που χωρούσαν στο οπτικό μου πεδίο. Πιαστήκαμε μουγκρίζοντας στα χέρια. Στο τέλος είχαμε και οι δυο τα ρούχα μας σκισμένα. Έφυγα τρεχάτος και ο άλλος βρόντηξε πίσω μου την πόρτα. Κατεβαίνοντας τη σκάλα τον άκουσα που φώναξε Καριόλη!. Αγόρασα μια μπύρα ΚΕΟ από το μαγαζάκι της γωνίας που τώρα έχει κλείσει και την ήπια μονορούφι. Το επόμενο απόγευμα ξαναβρεθήκαμε στο διαμέρισμα με καλύτερες διαθέσεις. Μ'αρέσει πολύ να υπονοώ... τι; Ό,τι υπονόησα κι εδώ. Αυτό το κείμενο είναι παραδοχή συστηματικού λάθους. Η μάνα μου ήταν έγκυος το καλοκαίρι του 1987 και τράβηξε αυτή τη θαμπή φωτογραφία με την Κάνον που έχω τώρα εγώ, χωρίς να έχω καταφέρει να βγάλω ούτε μια με την ίδια τρυφεράδα.

-

Η κακοκαιρία στο μικρό νησί μπορεί να σε στραγγαλίσει. Ο αέρας σκίζει το αλάτι απ'το νερό και το πετάει σαν άμμο πάνω στα θολωμένα τζάμια. Στη σκοτεινιά δεν ξεχωρίζει το χιόνι από τις στάλες του ιδρώτα. Τα λίγα δέντρα προσκυνάνε. Η λάμπα τρεμοπαίζει. Ο δρόμος είναι κολυμπήθρα. Το κατώι έχει κρυφτεί. Οι κουβάδες κάτω από τις γνώριμες τρύπες της σκεπής σιγοντάρουνε το χάος. Κι έπειτα βρισκόμαστε στο μάτι. Μια ανάπαυλα σιωπής, μια ιστορία αγάπης.