© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Ψιλολόγια

Μας πήρε το ΚΤΕΛ της Παλιοκαστρίτσας. Στεκόμασταν μια ώρα σχεδόν δίπλα στο σπίτι του πατέρα που έχει μια εγγονιά που του είναι και κόρη επειδή δεν ξέρει τι και τι δεν πρέπει να γαμάει. Κάηκα σύσαρκα, ρώτησα πολλές φορές γιατί, ενώ τα είχα όλα απαντημένα. Δεν ήθελα να κάτσω τον κώλο μου στις θέσεις με το χνουδοκάλυμμα που είχε ποτίσει ιδρώτα ρωσικό και ιόνιο νερό, γι'αυτό χρονοτριβούσα. Ο εισπράχτορας ο δέκα χρόνια μικρότερός μου απορούσε.

Από το σταθμό πήγαμε γραμμή για το Σαρόκκο. Εκεί αγόρασε δυο φουστάνια, σύνολο κοντά στο διακοσάρι. Δεν είχαμε κάνει ούτε εκατό μέτρα και την έπιασε ανησυχία.
-Τι;
-Είμαι εμφανίσιμη μ'αυτό το παλιό;
-Καλή είσαι.
-Πάμε κάπου να αλλάξω. Να βάλω ένα από τα καινούρια.

Ήπια μια μπύρα μονορούφι σε έναν παρηκμοκαφενέ αντί να διαφωνήσω, δικά της τα χιλιόμετρα, δικός της και ο γαμωκερκυραίος. Αυτή χώθηκε στα έγκατα και επέστρεψε πιο σένια, με την ταμπέλα να κρέμεται από τα πίσω της λαιμόκοψης.
-Μπορείς να το κόψεις;
-Δε μπορώ. Θα στο κρύψω από μέσα.

Στον καθεδρικό γιόρταζαν έναν γάμο. Το μαγαζί του άντρα απέναντι ήταν κλειστό για την ημέρα του Κυρίου (την Κυριακή, όχι το Σαμπάτ). Αυτή ήρθε πέντε και δυο ώρες δρόμο μήπως και τον δει ξανά. Ο μόνος λόγος που ήρθε. Ατύχησε στη μέρα. Εγώ όμως τον είδα μόλις την περασμένη και ήταν καλά και ζωντανός και μόνος. Πρόλαβε και με έβρεξε το σύγκρυο του ανταμώματος στα δευτερόλεπτά μας. Μπήκα στο φαρμακείο σα να μην έτρεχε κάστανο, έκανα τη δουλειά μου και έφυγα από την άλλη πόρτα. Δεν ξέρω αν με θυμήθηκε.

Καθίσαμε στο πλατύσκαλο με τους βασιλικούς που τελευτούν αυτήν την εποχή. Τα μαλλιά μας ενώνονταν πίσω από τις πλάτες μας και έφτιαχναν μαξιλάρι που θύμιζε μαζική ανώδυνη ορθορραγία. Άνοιγε το σακούλι του καπνού, ρουθούνιζε, το έκλεινε μετά.
-Μια γυναίκα πήδηξε απ'το φρούριο προχτές.
-Και;

Χάζευε έναν πούστη ξανθό ξυρισμένο πεζοναύτη με γενειάδα που είναι της μοδός. Αυτός έπαιζε ξερή -ξερή- με μια γυναίκα αλογίσια που έβλεπε τη μικρή με ζήλεια ή με γούστο. Μου ανέβαινε η ψυχή ολόκληρη στο στόμα όσο τη σκεφτόμουν φθαρτή, θνητή, διάττουσα σαν πλακούντα. Έπινα εναλλάξ μια γουλιά από το τζην τόνικ και μια γουλιά από τον εσπρέσσο της με τα προσδιοριστικά που ήταν σκέτη μπαρούτη για όποιον δεν είναι συνηθισμένος. Κάπου πιο πέρα μια από τις χίλιες μπάντες του νησιού τρόμπαρε τα χάλκινα και έπαιζε μουσικές. Οι τουρίστες που περνούσαν από το σημείο μύριζαν καρύδα, απελπισία και άφτερ σαν.

Στο λεωφορείο της επιστροφής έπαιξε έναν ψηλό Ρώσο με τα μάτια. Η γυναίκα του ήταν απασχολημένη με τις στάσεις και έχασε την παράσταση. Η άσφαλτος ήταν μαλακωμένη. Περάσαμε από το νοσοκομείο και νόμισα πως με είδα στην πιάτσα των ταξί με τη ρόμπα, τα μπλε και τις παντόφλες, αλλά ήταν μια παρειδωλία. Μετά τα Γουβιά, έβαλε το χεράκι της πάνω στο γόνατό μου, είπε Θα μου λείψεις, και συνέχισε τη μαλακία με το Ρώσο και τα πεταχτά αυτιά του ώσπου να κατεβούμε.

-

Έχω δυο παλούκια ξεβρασμένα από τη δυτική μεριά πάνω στο τραπέζι που πήρα από το σπίτι του παπά. Τα έχω τρίψει στο σαγρέ γιατί δεν έχω γυαλόχαρτο εδώ, τα έχω πλύνει και στεγνώσει. Η Ο. με ρώτησε δικαίως σχετικά: Was tust du nun mit d'n? Τα πόδια μου τα έχω επάνω στη διπλανή καρέκλα γιατί κάτω από το τραπέζι είναι τα εμφιαλωμένα και δεν υπάρχει χώρος. Η πορνοτράπουλα και το ποτήρι κάθονται πάνω σε ένα τεφτεράκι με τίτλο Συμβουλές Γέροντος σε χριστιανούς που ζουν στον κόσμο, εικοσπέντε σελίδες με τυπογραφία για πρεσβύωπες. Ευλογημένοι είναι αυτοί που μαρτυρούν αλλά σωπαίνουν. Το τραπεζομάντηλο μουλιάζει από τα μυξόχαρτα. Τώρα που νύχτωσε θα γίνω πάλι σκύλος. Θα βγω να κατουρήσω στις βατομουριές. Θα πάω στο μέρος μου να φάω από τη ζωοτροφή. Ο ιδρώτας ξερνιέται από το σπανό στομάχι μου και τα χλωμά πλευρά όπως ξερνάει το νερό της μια αποτυχημένη ζύμη για ψωμί.

Στο άλλο χωριό είναι ο Τ. με τον οποίο έχουμε μερικά κοινά. Φοράει δαχτυλίδι στο ίδιο δάχτυλο που το φορώ κι εγώ, έχασε ένα βουνό λεφτά στην τύχη, κάθεται σκυφτός με τα βλέφαρα πρησμένα και δε μιλάει πολύ (και όταν μιλάει, θα είναι για να πει κάποια κοινοτοπία, όπως κι εγώ). Πριν δυο χρόνια, ο Τ. θα είχε πεθάνει. Τον βρήκε η γυναίκα του κρυψίνοο και ισχαιμικό κλεισμένο στη ντουλάπα του ξενώνα στο σπίτι τους στη Γαρίτσα. Τον πήρε συρτό, τον τσουβάλιασε στο αμάξι, παραβίασε όλα τα φανάρια και τον διακόμισε νεκρό. Κάποιος συνάδερφος που αισθανόταν ηρωικός τον απινίδωσε, και του ήταν γραφτό να ξαναζήσει. Έτσι ο Τ. δεν κατάφερε να αποδράσει. Η γυναίκα του είναι από εκείνες τις πανέξυπνες, στοϊκές κυρίες που κάπως καταλήγουν με άντρες τελείως ανάξιούς τους. Και τώρα που πέρασε η εποχή του Τ. του αλογατζή και του δυνάστη, τώρα ήρθε η ώρα της να λάμψει. Την περασμένη Τετάρτη το πρωί με είδε στην ταβέρνα και μου έδωσε ό,τι ντομάτα είχε μαζέψει από το χωράφι με τα φίδια. Ο Τ. καθόταν δίπλα μου στον πάγκο, διπλωμένος με τις τιράντες του σαν δώρο ή σα δέμα. Η γυναίκα άδειασε την ποδιά της και κάθισε ανάμεσά μας, ανάμεσα σε ένα παρελθόν και ένα μέλλον αμφότερα ημιτελή και τελειωμένα.

Πίσω στην αρτοποιία. Βγήκε η βρώμα στα άλλα χωριά πως ο γιατρός είναι τεμπελαράς. Μέσα από την ομίχλη του Υπνοσεντόν και του Ζυπρέξα, κάποια πράγματα απαυγάζουν εντυπωσιακά. Είμαι όντως τεμπελαράς. Τους τελευταίους μήνες έμενα νηστικός γι'αυτό το λόγο. Τώρα τρώω τέσσερα γεύματα τη μέρα θεραπευτικά, συνήθως με το ζόρι. Όχι επειδή μου είπαν πως δε θα μπορώ να παντρευτώ αν μοιάζω με φυματικός, μα επειδή αν είναι να με βρει κάποια γυναίκα πολύ καλή για μένα πεθαμένο, προτιμώ να με βρει γεροδεμένο παρά ψευτοασκητικό. Ανεβάζω την πατούσα στο κάθισμα της καρέκλας και χώνω το γόνατο εμπρός από τη μασχάλη. Κολλάνε μεταξύ τους όπως τα δάχτυλα και το ζυμάρι. Αλεύρι και αίμα ξινισμένο μες στη ζέστη είναι η συνταγή του ζυμωτή που μας ζυμώνει όλους. Και όταν πέφτει το γουδί, κανείς δεν ομολογεί πως τα πράγματα σκουραίνουν για να μην τον πούνε χέστη. ΕΓΩ όμως που έχω τώρα ξεμείνει, δε ντρέπομαι να το παραδεχτώ: η δυσκολία σφίγγει όταν σφίγγω τη θηλιά και κάνω δεύτερες σκέψεις. 

Ja

Το μπλωγκ αυτό πνέει τα λοίσθια
όλοι οι ήρωες έχουν συνοψισθεί.

-

Έβρεχε δυο μήνες στη σειρά. Στο σπίτι τα ντουβάρια είχαν μουλιάσει στις γωνίες των κουφωμάτων. Το δικό τους είχε μπάσει νερά. Οι πατεράδες μας έστυβαν τα πατσαβούρια στην αυλή ενώ η μάνα του τραγουδούσε Nimm mich so wie ich bin. Εμείς είχαμε λασπωθεί ως τον κώλο. Κυνηγιόμασταν μαζί με τους άλλους του Φ-Βεστ στη γειτονιά. Ήμασταν μικρά παιδιά.

-

Τη νύχτα που έκαιγαν οι φωτιές στα νησιά και στα αγελαδοχώρια, όλη η ένατη τάξη πήγαμε φορτωμένοι μπυροκαφάσια και στρώσαμε κουβέρτες καταγής. Κάποιες συμμαθήτριες είχαν φέρει και πτυσσόμενα σκαμπώ. Δεν ήθελα να πάω γιατί έκλεινα δέκα χρόνια δούλεμα και δεν κατάλαβα ποτέ γιατί κάποιος να θέλει να ανακατεύει το σχολείο με την υπόλοιπη ζωή του. Ήρθε και με πήρε απ'το σπίτι. Εμπρός από τη φωτιά φαινόταν ένα περίγραμμα κάποιου που θα γνώριζα μετά.

-

Παραμονή Χριστουγέννων έβαλε τα κλάματα μπροστά μου επειδή η μάνα του τσάκισε άθελά της το παζλ με την έρημο της Αριζόνα. Στο γραφείο του δεν είχε χώρο για τίποτε άλλο. Το δωμάτιό του ήταν πάντα σκοτεινό. Η μοκέτα ήταν σκούρη μπλε με γυαλιστερές μωβ τρίχες. Τον παρακολουθούσα που έκλαιγε και δεν ήξερα τι να κάνω, τι να πω.

-

Δυο χρόνια πριν την από την αποφοίτησή μας τον φίλησα στο προαύλιο του σχολείου και ο μαθηματικός της ειδίκευσης ειδοποίησε τον πατέρα του και τον δικό του. Στο σπίτι του έγινε σαματάς και του απαγόρεψαν για δυο μήνες τις νυχτερινές εξόδους. Στο σπίτι μου ο πατέρας με ρώτησε γιατί και σήκωσα τους ώμους.

-

Όταν πήδηξε την Κ. δεν άφησε σημείο της που να μη μου περιγράψει. Μετά φύγαμε για σπουδές. Όταν έμαθε πως πήδηξα τη Χ., μου κράτησε κακία. Του πέρασε σιγά σιγά. Τον περίμενα με όλη μου την υπομονή να ξεθυμώσει. Από τη δεύτερή του κόλλησε κάτι που δεν ήξερε τι ήταν. Στείλε μου φωτογραφία να σου πω, και μου έστειλε μια σηκωμένη και μια λιώμα για να μη μπορώ να αποφασίσω αν θα τον παρεξηγήσω. Του είπα ποια κρέμα πόσες φορές για πόσες μέρες.

-

Πώς είσαι σήμερα; κάθε μέρα για βδομάδες, κατόπιν σιωπή για μήνες. Μαζεύαμε εμπειρίες ο καθένας χωριστά. Έχουν τόσο μπερδευτεί, που τις έχουμε ανταλλάξει έξω από μοιραστεί.

-

Στο Όσλο κάναμε τους πούστηδες.

-

Δεν πίστευα πως θα το πω, pass auf daß du sie nicht schwängerst, κι όμως το είπα. Δεν πίστευα πως θα το πει, ich würde lieber sterben, κι όμως το είπε.

-

Στο Φλένσμπουργκ ο χρόνος τρέχει κανονικά
κι εδώ, εδώ όλες οι μέρες είναι μια.

-

Έφτασε η εποχή να μετανιώσω... αλλά δεν το έχω σκοπό.
Γράφω εσεμές στα ελληνικά θα σε σκίσω από το στόμα ως τα αυτιά και γελάω μόνος μου μέσα στο γιατρείο.

Όλοι οι έρωτες είναι αδυναμίες του κορμιού, δηλαδή παθολογίες.

-

Μεσοβδόμαδο

telefonen
den ringer og ringer
jeg tager den ikke
jeg ved det er dig

ville gerne
høre din stemme
men jeg har ikke noget at sige

/

allein ist es mir leichter dich und dich zu ehren
meine Geliebte linke ich in Gedanken ebenso
nun warten wir gespannt
bis wir uns ein Paar verklemmte hej und wie gädz und vielleicht lad mig røre dig austauschen
(deine neue Sprache kann ich noch nicht so gut)
kann ich? Darf ich? Du kannst. Du darfst. Das kennen wir durch unseren Neid schon

/

τη Δευτέρα το μεσημέρι η χτένα μου έπεσε στη χέστρα. Όλο λέω θα κουρευτώ γουλί
κι όλο μου λέει, όχι σε παρακαλώ
μα έχω κουραστεί από αυτή την ιστορία

Staub

Für B.



Ist es dunkel in diesem sinnlosen Kopf zu leben?












Die Weisheit ist schon belanglos, unsere Entstehung in Zeit, Raum, Geschicht' und Blut verloren, bei mir zuhause gibt's nur Schlaf und Tod zum Einen, beste beste Grüße aus dem Dresdner Elbtal aber die besten besten Grüße sehen so kläglich aus, so verschollen, daß es nicht lohnt. Die Explosion bringt eine Getöse mit, alle Städte verlieren ihres Licht im Sommer. Er sagte, Gott beobachtet uns nicht. Ich wurde wütend, das Recht hat er nicht über Gott zu reden, vor meiner Praxis, vor meinem Haus. Es wäre ihm bequem, wenn Gott blind wäre aber Gerechtigkeit ist etwas völlig anderes. Die Morde, die hier statt gefunden haben, gelten als schlimme jedoch verzeihliche Fehler. Meine Insel wächst im Rahmen von Salz und Meer, sie wachste immer so -dies hier Pünktchen ist die ganze Welt und schluckt all das Wasser der Erde und hat noch Durst. Die Frau aus dem Osten hat dünne Augenbrauen, helles Haar und starken Akzent. Wir verstehen uns doch kaum, der Blick bedeutet nichts außer dem Genuss. Die Bewunderung ist seicht da tief im Körper, dauert wenig und ebbt bald ab wie Regenfälle im Spätoktober. Am Ende kehr ich mal nur heim, in meiner schmutzigen Kleider, mit meinen sauberen Händen, und biete meine Scheißdienste mit allem Respekt an. Susa lächelt, veranlasst daß ihr Mann mir Essen bringt (Hast du das gehört? Ihr Mann ist tot und lässt sie grüßen. Ihr Mann ist tot und lässt sie grüßen.), pflegt ihre Blumen trotz der Dürre, verständlich, sie wohnt ganz oben, an der Spitze, hat einen traumhaften Blick auf die Meerenge die brennt, vor ihr die Nacht, das Volk, der Wald, das Schlechtwetter, alle treiben geräuschlooos auf der Straße von Otranto, vor ihren Augen die ganze Insel vergeht, das Festland verzehrt ihre Erwartung peu à peu, böse von Küste zu Küste.
Der jammernde Mann, Gott er selbst, die Russin, Susa, die Leiche, der Bürgermeister, mein Beruf, meine Bildung, Tiere, Schlangen und Natur... nun bringen sie mir die Flötentöne bei.
Aber ich
bin
T A U B

Don't worry about me baby.




///