© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

At the Jolly Roger's

Mein Mund wird kleiner und kleiner, meine Augenlider werden enger und enger bis ich schlafe blind ein, meine Nase schnupft mein Gesicht ein, die fortschreitenden Zeit trocknet die Süßigkeiten auf dem Tisch bis sie sauermürrisch sind, genau wie der Mann der sie nie, niemals verschlingt. Es scheint, daß du mit einem Sammler zu tun hast, der Sammler der Welt, der Sammler der Gebete. Gib Ihm alles hin, los, los, denn er bleibt mit dir, die Winternächte bleiben mit euch beiden. Ich wird mit dem Fußboden eins, das Gebäude stürzt ein, wir fallen zusammen auseinander, bei Dunkelwerden ist mein Stolz verschollen. Was fordert mal der Anstand nicht, fordert der Fortschritt:
one foot in front of the other
one foot in front of the other
one foot in front of the other
to
our
death
der Winter geht und geht
und siegt
voller Wehmut
Gott hat mir fallen gelassen!
Schneid mir die Kehle durch
lass mich nach dir trauern
sobald ich kann

my desire has gone a long way
on top of its degeneration now
both our ends lay in the valley

how can you tell when I hurt you for the kink and when I hurt you out of spite
I cut, I deal

right, love?

Τι προηγείται μιας καρδιογενούς συγκοπής

Ωρίστε, στο σπίτι της. Στέκεται απέναντί μου και τα ρούχα της την τριγυρίζουν σα μεσανατολίτικη μυρωδιά. Το δέρμα της, τα υφάσματα, η σκοτεινιά του μέρους, όλα είναι ποτισμένα μ'ένα μπαχαρικό που'χει το χρώμα του αίματος του τραύματος διά νύσσοντος. Ακόμα και τα φανάρια απ'το δρόμο στέλνουν μέσα ακτίνες με κόκκους πάπρικας να χορεύουν επάνω στα κβάντα. Η σκόνη αυτή η κεραμμυδιά έχει κάτσει και στα τζάμια και στις βαρειές κουρτίνες και στην τρύπα του τζακιού, και τη φαντάζομαι και σε όλες τις κοιλότητες να φτιάχνει πηχτή, άλικη πάστα.

Ανάβει ένα δειλό λαμπατέρ. Κάνει βήματα πίσω, και χαμηλώνει, ώσπου σβήνει προς μια μισογυμνή ξαπλωμένη στο πάτωμα, επάνω στο πατάκι. Την πλησιάζω, όχι γιατί με καλεί, μα γιατί με διατάζει ένα ένστικτο που δε μου ανήκει, να την πιάσω, και να τη χαϊδέψω, και να τη σφίξω, και να-
Αυτή έχει καταλάβει, αυτή καταλαβαίνει τα πάντα, κι όπως με σπρώχνει η παράδοξη λύσσα μου προς τη μεριά της, με πιάνει προπατορική ντροπή που μ'έχει πάρει είδηση έτσι εύκολα κι αμέσως, και στρέφω το κεφάλι στο πλάι, για να μη συναντιέται το λεμφοκυτταρικό τουπέ της με τη συμφορητική ανεπάρκειά μου. Γονατίζω ανάμεσα στα πόδια της, που είναι μαλακά, ανόστεα, και τα χέρια μου δε φτάνουν για να τα βουτήξουν ολόκληρα, η δύναμή μου δε φτάνει, το θάρρος μου δε φτάνει. Το σώμα της αναδίδει τη ζέστα που αναδίδουνε τα μεγάλα ζώα, αλλά είναι σαν βούτυρο να'χει λιώσει πάνω σε παντεσπάνι, γυαλιστερό χωρίς να γυαλίζει, γλυκό, πορώδες, σχεδόν σα να'ναι μέσα έξω φτιαγμένη από ενδομήτριο. Το κεφάλι μου πονάει πίσω ακριβώς απ'το κούτελο, ο ιδρώτας με χαράζει στους κροτάφους και σουρώνει στα φρύδια και στα γένεια. Είναι παραδομένη, βαριεστημένη, είναι απαξιωτική, είναι που δεν έχω ο ίδιος μου τιμή. Σπρώχνω το σεντόνι το διαφανές που'χει για να την κρατάει ενάρετη απάνω, ως το σαγόνι της, το τέλειωμα των νυχιών μου αγγίζει τα ξεδιψασμένα χείλια της, τα μάγουλα, τη μύτη, κι η εντύπωση που μου φέρνουν τα κεντρομόλα είναι βλεννογονική ακόμα και στα μέρη που συνήθως βρίσκει κάποιος δέρμα. Δεν έχει φαβορίτες, έχει μια μπούκλα στη μια και μια στην άλλη πλευρά, σαν αντέννες για τους τράγους των αυτιών ή σύνορα των ζυγωματικών που ζυμώνονται κι εκείνα χωρίς πολλά πολλά, τα μαλλιά της είναι σκονισμένα κι αυτά με την άμμο των μπαχαρικών της αριστερής πλευράς του φάσματος που δε θα τη δω ποτέ με καλό μάτι γιατί είμαι μύωπας. Τα βυζιά της είναι τρεις χούφτες το ένα, πυκνά, συμπαγή, δύσκολα, το μόνο μέρος του σώματός της που δεν υποχωρεί. Αυτό το πλησίασμα είναι παρεμβολή, το σώμα μου δε συμμερίζεται την ξένη επιθυμία: το πουλί μου είναι λιώμα και μ'ενοχλεί η αλλοδυνία, σα να το γδέρνει ο ακίνητος αέρας, αλλά είμαι αφόρητα καυλωμένος απ'την ηβική σύμφυση ως τη λαβή του στέρνου, μια ανυπόφορη αίσθηση, σα ρίζες που μεγαλώνουν κάτω απ'την άσφαλτο. Κάνω τα δέοντα για να'ρθουν στα ίσα η εντολή και το όργανο, και βλέπω ανάμεσα απ'τα δάχτυλά μου αμέτρητα έλκη που ορορροούν και λαμπυρίζουν μικρές αιμοσταλίδες, απ'τη βάλανο ως δυο δάχτυλα κάτω από εκεί που κόβουμε για Pfannenstiel, τι σκατά; Παγώνω από μέσα προς τα έξω σαν κάχτος το Νοέμβρη ξεχασμένος στο περβάζι, αλλά το παίξιμο δε θα το σταματήσω παρά όταν έρθει η ώρα. Μόλις αραιωθεί αργά αργά η σάρκα μου μες στο τσάκισμα της μικρής της πυέλου, αρχίζω να δακρύζω, το στόμα μου γεμίζει σάλια, αυτό είναι το παρασυμπαθητικό που θα με κουβαλήσει ώσπου ν'αρχίσουν τα δέκα δευτερόλεπτα του αυτοσκοπού που έχω παραμελήσει. Είναι ελαστικιά και απαλή και γλιστερή, είναι ένα μουνί που με είχε περιμένει, παρά το τι με είχε αφήσει να πιστεύω. Το ξυδάλατο που εξιδρώνει απ'όλες τις ζάρες και τις δίπλες της κάνει μια μια κάθε μικρή και μεγαλύτερη πληγή μου να ξυπνά. Έχω κλείσει σφιχτά τα μάτια, το στόμα μου είναι έτοιμο να με μαρτυρήσει που μου'ρχεται να κλαψουρίσω σαν παιδί.
-Δε θέλεις να με δεις;, ρωτάει πνιχτά, ή την ακούω απ'το βάθος του πηγαδιού που μ'έχει καταπιεί. Και απαντά στον εαυτό της: Όπως καταλαβαίνεις.

Η γλώσσα μου ακουμπάει αθόρυβα τα ούλα για ν'αρθρώσει το nej, nej, nej, ο Broca μου υπαγορεύει όχι, όχι, όχι, σπουδαίος αντιρρησίας. Τα ερυθρά που χάνω μέσα της τα νιώθω ένα ένα να μ'αποχαιρετούν, τι σόι γαμήσι είναι αυτό που μου φέρνει την ίδια ναυτία που μου'φερε η σκέψη των σπλάγχνων που έχουνε κοπεί, καεί, ραφτεί, διασπαστεί, τηχθεί, ξεραφτεί, ξανακοπεί, ξανακαεί, ξαναραφτεί..., ήταν η κοιλιοπερινεϊκή που βάλαμε παρέα με τον Καθηγητή τρίτη φορά με διπλά γάντια κι έχοντας προσκυνήσει ο καθένας τα ιερά του κι έκανε τρεις μήνες να πεθάνει, κι έχωνα το χέρι ως τη μέση για τις αλλαγές κι ανάδευα τα ζουμιά του νεκρού μέσα στη ζωντανή που της είχαμε ξηλώσει τα πάντα απ'τ'αχαμνά ως τα κωλάντερα, οι φοιτητές μαζεύονταν να δουν, ο Καθηγητής έκανε υστερίες στο διάδρομο, με ζώνει ο πανικός της αμαρτίας, με ισιώνει το χέρι του Θεού, ένας ύπνος πυρετώδης κι εχθρικός σ'ένα κρεβάτι σκέτο λάκκο, τινάχτηκα όρθιος, ταχυπνοϊκός, αγωνιώδης σαν ετοιμοθάνατος, πιέζοντας απελπισμένος το στέρνο μήπως και συνέτιζα την καρδιά μου που έστελνε αψηλάφητο σφυγμό, άδειασα απ'το κεφάλι κάτω και λιποθύμησα.

Το ινίο μου βρήκε στο στρώμα, κάτω είναι χοντρή μοκέτα, δε χτύπησα πουθενά. Έμεινα ποιος ξέρει πόσο με το σβέρκο στις παντόφλες, πέφτοντας είχα ρίξει και το καλώδιο, τα γυαλιά και το σοκολατάκι απ'το κομοδίνο που τα φόρεσα για στέμμα την ώρα της συγκοπής. Όταν συνήλθα ήταν πρωί, και δεν είχα κουράγιο ν'αντικρύσω τη ζωή μου.

La Catedral (morgens)



Staubstrahlen stöhnen träumend zuzweit Arm unter Arm zur Arbeit hin, qualmen, in silbernem Sude gebadet, spöttisch über die Plakate, branden ins Meer der Naturen unendliche Helle, bevor sie still in Bild- und Bau-: in Menschenwerk versinken. Stadt starrt aus den eingefallenen Kuppeln; schwarze Brücken hängen schwer vom Himmel, im Morgen ducken Dächer sich bestürzt.

Georg Kulka

Εν συντομία

Ο Θεός φύσηξε μια πνοή φθινοπωρινή απ'το στόμα στην τραχεία κάτω κι αν ήμουν με το βρογχοσκόπιο θα'βλεπα τη σωστή ανατομία, φλέγμα λεπτό και διαφανές, ενδότερα ροδαλά, γυαλιστερά, όπως τα γράφουν τα βιβλία. Μα ανάθεμά με αν ήξερα τι λογής ποτό έχυσε εντός της και την έκανε τόσο πολύ να μοιάζει με κολιμπρί στ'αλήθεια. Τις τιμές τις κατ'ιδίαν τις υποψιάστηκε αμέσως, αποφάσισε εν θερμώ όταν με ξαναείδε πως θα μου'κανε τη χάρη να επιτρέψει ό,τι ήταν να επιτρέψει, και το χούι είναι το τελευταίο που θα βγει, κι αν ήτανε καλή σ'αυτό που τόλμησε να κάνει. Με γελοίες λεπτές κινήσεις έκατσα και της ζωγράφισα τη χαρά του ταξιδιώτη, και σκιτσάροντας τη γύρη, άρχισα να γίνομαι βιαστικός. Η φασαρία απ'το δωμάτιο δίπλα είχε ενταθεί και το κρεβάτι μου είναι κολλημένο στο ντουβάρι που μας χωρίζει απ'το παιδί που κλαίει μαζί με την τηλεόραση.

Έτσι άφησα το ξενοδοχείο για να σκεφτώ. 
Η μάνα μοίρασε στο τραπέζι και μου'πεσε μια μέτρια χεριά, η συντροφιά ήτανε στο κέφι που είναι όλοι στην περιοχή, κι έτρωγαν απ'τα μικρά πιατάκια τυρί με αντζούγιες και μπαγκέτα. Τι δουλειά είχα να καταπιάνομαι με τις ζωγραφιές; Πώς θα μου φαινόταν να σ'έβρισκα στο φωτεινό σου σπίτι να ράβεις μαιανδρορραφή σ'ένα χοιρινό μπούτι; Χα, χα. Αυτό αναρωτιόμουν και γελούσα με τα τριακόσια πενήντα που πήγαιναν για χάσιμο. Όταν θα'φευγε το βάρος εκείνο από πάνω μου, θα πήγαινα να τη βρω και να της δώσω αυτό που είχα φτιάξει, ένα φτηνό αντίγραφο της σελίδας που έκλεψες απ'τα βιβλία που είχες να φροντίσεις και την έχεις κάνει κάδρο πάνω απ'το τραπέζι, μαζί με τις μεταξοτυπίες με τους κοκκινολαίμηδες στο χιόνι, απ'τον καιρό που σπούδαζες στο Άμστερνταμ.

Με συνάντησε στην αποβάθρα με τις καραβέλες,
κάτι ήξερε κι εκείνη ή δεν ήταν δύσκολο να μαντέψει. Οι γλάροι έκαναν σκιά τόσοι πολλοί που πέταξαν μαζί απ'την πλαγιά, τα μονοπάτια γλιστροκοπούσαν απ'την υγρασία, οι θάμνοι ήτανε λυγισμένοι απ'το νερό. Μιλήσαμε δυο ώρες και καθόλου, το παγκάκι που'βλεπε στη θάλασσα δεν ήταν σωστή επιλογή αν επρόκειτο να'χει την ηλίθια προσοχή μου, κι έμεινε να σπρώχνει την κουβέντα. Σηκώθηκα όταν μούδιασαν τα πόδια μου απ'τα ισχία, είχα πεινάσει και τα ρούχα μου ήταν παγωμένα, μούσκεμα, για να την αποχαιρετήσω. Έπιασα τα μάγουλά της που κολλούσανε όπως ήταν φυσικό, και μύρισα γραμμή τα δικά σου. Πίστεψε πως θα'μαστε μόνο εγώ κι αυτή, κι αν ήταν άλλος θα την τράβαγε απ'το μπράτσο και θα της έλεγε πως θέλει να την έχει για δική του και για πάντα, αλλά δεν ήταν άλλος παρά ένας τυχάρπαστος απ'του διαόλου τον κώλο.

Ακόμα κι αν δεν ήξερα να διαβάζω, την προσμονή στο κούτελό της θα την είχα καταλάβει.
Κι αντί να τη σκουπίσω με τα χείλια όπως θα'κανα με μια στρώση της αλμύρας, χρέωσα στο στόμα μου μια άλλη αποστολή, γιατί αναλογιζόμουν τα σαράντα λεπτά που είχα να περπατήσω για την επιστροφή.
-Δεν έχω τέτοια βλέψη,
της πέρασα το δέμα, το πήρε και το πέταξε. Το άκουσα να κουτρουβαλάει την πλαγιά για λίγο κι έπειτα σώπασε απ'το φλοίσβο. Αυτή γύρισε την πλάτη θυμωμένη κι έφυγε. Κι έφυγα κι εγώ.

5 år (sammen)

Όλες οι κοπέλες και οι γυναίκες φύλαγαν μέσα τους κάτι για το οποίο δε μιλούσαν ποτέ. Η μητέρα του φύλαγε τρομερά μυστικά για τα μπισκότα και έκλαιγε καμιά φορά χωρίς λόγο. Οι γυναίκες ζούσαν μιαν άλλη ζωή μέσα τους -μερικές γυναίκες, δηλαδή- και η ζωή αυτή έτρεχε παράλληλα προς τις φανερές ζωές τους χωρίς όμως να διασταυρώνεται ποτέ μαζί τους.

Steinbeck