© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Εν συντομία

Ο Θεός φύσηξε μια πνοή φθινοπωρινή απ'το στόμα στην τραχεία κάτω κι αν ήμουν με το βρογχοσκόπιο θα'βλεπα τη σωστή ανατομία, φλέγμα λεπτό και διαφανές, ενδότερα ροδαλά, γυαλιστερά, όπως τα γράφουν τα βιβλία. Μα ανάθεμά με αν ήξερα τι λογής ποτό έχυσε εντός της και την έκανε τόσο πολύ να μοιάζει με κολιμπρί στ'αλήθεια. Τις τιμές τις κατ'ιδίαν τις υποψιάστηκε αμέσως, αποφάσισε εν θερμώ όταν με ξαναείδε πως θα μου'κανε τη χάρη να επιτρέψει ό,τι ήταν να επιτρέψει, και το χούι είναι το τελευταίο που θα βγει, κι αν ήτανε καλή σ'αυτό που τόλμησε να κάνει. Με γελοίες λεπτές κινήσεις έκατσα και της ζωγράφισα τη χαρά του ταξιδιώτη, και σκιτσάροντας τη γύρη, άρχισα να γίνομαι βιαστικός. Η φασαρία απ'το δωμάτιο δίπλα είχε ενταθεί και το κρεβάτι μου είναι κολλημένο στο ντουβάρι που μας χωρίζει απ'το παιδί που κλαίει μαζί με την τηλεόραση.

Έτσι άφησα το ξενοδοχείο για να σκεφτώ. 
Η μάνα μοίρασε στο τραπέζι και μου'πεσε μια μέτρια χεριά, η συντροφιά ήτανε στο κέφι που είναι όλοι στην περιοχή, κι έτρωγαν απ'τα μικρά πιατάκια τυρί με αντζούγιες και μπαγκέτα. Τι δουλειά είχα να καταπιάνομαι με τις ζωγραφιές; Πώς θα μου φαινόταν να σ'έβρισκα στο φωτεινό σου σπίτι να ράβεις μαιανδρορραφή σ'ένα χοιρινό μπούτι; Χα, χα. Αυτό αναρωτιόμουν και γελούσα με τα τριακόσια πενήντα που πήγαιναν για χάσιμο. Όταν θα'φευγε το βάρος εκείνο από πάνω μου, θα πήγαινα να τη βρω και να της δώσω αυτό που είχα φτιάξει, ένα φτηνό αντίγραφο της σελίδας που έκλεψες απ'τα βιβλία που είχες να φροντίσεις και την έχεις κάνει κάδρο πάνω απ'το τραπέζι, μαζί με τις μεταξοτυπίες με τους κοκκινολαίμηδες στο χιόνι, απ'τον καιρό που σπούδαζες στο Άμστερνταμ.

Με συνάντησε στην αποβάθρα με τις καραβέλες,
κάτι ήξερε κι εκείνη ή δεν ήταν δύσκολο να μαντέψει. Οι γλάροι έκαναν σκιά τόσοι πολλοί που πέταξαν μαζί απ'την πλαγιά, τα μονοπάτια γλιστροκοπούσαν απ'την υγρασία, οι θάμνοι ήτανε λυγισμένοι απ'το νερό. Μιλήσαμε δυο ώρες και καθόλου, το παγκάκι που'βλεπε στη θάλασσα δεν ήταν σωστή επιλογή αν επρόκειτο να'χει την ηλίθια προσοχή μου, κι έμεινε να σπρώχνει την κουβέντα. Σηκώθηκα όταν μούδιασαν τα πόδια μου απ'τα ισχία, είχα πεινάσει και τα ρούχα μου ήταν παγωμένα, μούσκεμα, για να την αποχαιρετήσω. Έπιασα τα μάγουλά της που κολλούσανε όπως ήταν φυσικό, και μύρισα γραμμή τα δικά σου. Πίστεψε πως θα'μαστε μόνο εγώ κι αυτή, κι αν ήταν άλλος θα την τράβαγε απ'το μπράτσο και θα της έλεγε πως θέλει να την έχει για δική του και για πάντα, αλλά δεν ήταν άλλος παρά ένας τυχάρπαστος απ'του διαόλου τον κώλο.

Ακόμα κι αν δεν ήξερα να διαβάζω, την προσμονή στο κούτελό της θα την είχα καταλάβει.
Κι αντί να τη σκουπίσω με τα χείλια όπως θα'κανα με μια στρώση της αλμύρας, χρέωσα στο στόμα μου μια άλλη αποστολή, γιατί αναλογιζόμουν τα σαράντα λεπτά που είχα να περπατήσω για την επιστροφή.
-Δεν έχω τέτοια βλέψη,
της πέρασα το δέμα, το πήρε και το πέταξε. Το άκουσα να κουτρουβαλάει την πλαγιά για λίγο κι έπειτα σώπασε απ'το φλοίσβο. Αυτή γύρισε την πλάτη θυμωμένη κι έφυγε. Κι έφυγα κι εγώ.

5 år (sammen)

Όλες οι κοπέλες και οι γυναίκες φύλαγαν μέσα τους κάτι για το οποίο δε μιλούσαν ποτέ. Η μητέρα του φύλαγε τρομερά μυστικά για τα μπισκότα και έκλαιγε καμιά φορά χωρίς λόγο. Οι γυναίκες ζούσαν μιαν άλλη ζωή μέσα τους -μερικές γυναίκες, δηλαδή- και η ζωή αυτή έτρεχε παράλληλα προς τις φανερές ζωές τους χωρίς όμως να διασταυρώνεται ποτέ μαζί τους.

Steinbeck

La provincia más bonita de España

Όχι! Δε μπορώ να παραδεχτώ ότι ένας χημικός, ένας επιστήμονας, ακόμη και εκατό φορές Γερμανός, είναι ικανός για κάτι τέτοιο!
Verne

Πίσω απ'το τζάμι κάθεται ένας άπιστος γυμνός στην πολυθρόνα
το μόνο που κουνιέται πάνω του είναι τα δάκρυα που ξεκολλούν
τα μάτια απ'τη γυαλάδα μοιάζουνε με κουμπιά ταριχευτή

buenos días Cantabria
ο δόκιμος έρχεται να τον πάρει απ'το ναυτικό σταθμό
σφυρίζει κι ακούγεται απ'το δρόμο, έξι οι ώρες της ημέρας

οι σκουπιδιαραίοι φορτώνουνε μπουκάλια στο φορτηγό
όλα τους τα γυαλιά τσιρίζουν
buenos días Cantabria

είναι φλοίσβος ο πάταγος των κυμάτων
στα πλευρά; Ή είναι κακή ναυσιπλοΐα; Τα σύννεφα είναι ήδη
φωτεινά. Πρώτα ξημερώνει εκεί ψηλά και μετά στη θάλασσα.

Ο θώρακας είναι κατηφορικός και το πρωί ομολογεί
ροδάκινα που πέφτουν
το χνούδι τους αφήνει μια μικρή πατημασιά στο μάρμαρο
κι η οσμή μιας δόξας αλλοτινής ανακατεύει των δυο ειδών αλάτια

στο χτύπημα της πόρτας κλοπ, ο γυμνός είναι ντυμένος
κλοπ, κι έχει αναστηθεί.
Ανοίγει στο δόκιμο χαμογελαστός και
στα πόδια του κυλούν όσα ροδάκινα πλήγιασαν για την ιστορία.

Πρεστήζ

I'm on drugs and I'm hanging on for dear life
can't go to the hospital and I can't tell my wife

απ'τις πασιέντζες όλης της νυχτός
δε βγήκε ούτε μία

κάποιος που ξέρει από λάθη
κατουρούσε αίμα και ζελέ στο νεροχύτη

οι στάλες της διαρροής
έπεφταν στο κέντρο του λεκέ

και τον ξημέρωναν σαν ήλιοι.


Η υποκριτική φιλοσοφία παίζει στο ραδιόφωνο κουλτούρα και διανόηση
ποια να'ναι πάλι αυτή η πουστοφωνή που ρεμβάζει με σπουδή, να μ'ένοιαζε
έστω λίγο. Δε με νοιάζει. Η ζωή εδώ σφίγγει και ξεσφίγγει, κι όταν λείπω
το ξεχνώ. Έχουμε περπατήσει την Αποστόλου Παύλου κάποια κρύα νύχτα σουρωμένοι,
έχω ξεράσει έξω απ'την εκκλησία, δε λέω πως κι εσύ. Θα'ταν ωμό για μια κυρία,
που λες πως θα'σαι τέτοια που θα'κανες την Αγνή τη Φράγκα να φωνάζει από καύλα,
μα τους εξευτελισμούς τους φυλάς για όταν λύνεις γόνατα που σ'έχουνε βωμό.
Αν μ'άκουγες να μιλώ, θα κορόιδευες πως περιφέρω την υπερηφάνεια των Τιράνων.
Όχι, είμαι πολύ πιο ευτελής, καλός απόσκλαβος του κώλου, ένας Αγγελάκας με
όλο τον τοπικισμό, χωρίς την ιστορία. Μα ξέρω απ'όλα πιο καλά 
να κρατάω το στόμα μου κλειστό.
Δε σ'έχω δει, κι αν στεκόσουνα εμπρός μου
θα'κλεινα τα μάτια με τις παλάμες για να μην κλέψω και σ'αγγίξω
αν σ'έχω για μια μελαχροινή Σπανιόλα με ολοστρόγγυλα αυτιά και βλεφαρίδες
που χορεύουν είναι η ίδια αυταπάτη με το αν σου'λεγα τι έχω θελήσει να σου κάνω
Ευτυχώς δεν έχω κολλήσει ποτέ τίποτα., το άκουσα απ'το στόμα ενός παίχτη, ε
γέλασα, δε θα γελούσα; Κλείνω τα παράθυρα στη Νίκης, πίσω απ'τα σκούρα γυαλιά
μετράω τους περαστικούς, κι έχει ήδη σουρουπώσει. Έχω το σήμα του συλλόγου,
φοράω ακριβό πουκάμισο που μου'χουν σιδερώσει, χρυσό δαχτυλίδι καμάρι της θρησκείας,
ανάθεμά με έχω περάσει ΚΤΕΟ, τα κορδόνια μου είναι συμμετρικά δεμένα,
παίζω με το συμπλέχτη, πνίγομαι χωρίς να'χει τελειώσει ο αέρας, μέσα δεν κοιτάει
ευτυχώς κανείς, δε βλέπω να κοιτάει,
ανάμεσα στις λέξεις δε φαίνεται ψυχή, κάτι νησιωτικά λοξό έχω μες στο κεφάλι,
η τρέλα είναι κληρονομική, και θα βρω ένα βουνό άλλες εξηγήσεις για να μην είναι αυτή.
Τι κάνει τον καλό γιατρό, τι κάνει τον ξωφλημένο, η φθίνουσα πορεία...