© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

EESTI #2

/

Ο Χάννες έχει τα απαλά χρώματα του Έλβα
χώμα σα λερωμένο γάλα, βλέμμα σχεδόν διαφανές

διαλέγει πάντα τις βελόνες των δεκάξι κι οι φλέβες δοκιμάζονται
κάνει τις πιο σκληρές αιμοληψίες στην ομάδα

τα νύχια του είναι στρογγυλά, σα να μην έχουν άκρες
τ'ακρώμιά του δεν ξεχωρίζουν, η πλάτη του είναι αμυγδαλόψυχα

αλλά οι κλείδες φτιάχνουν βαθιές βολικές λαβές
οι μώλωπες εν σειρά μικρές διάττουσες σκιές εκεί που εχθές

κάποιος αρπάχτηκε σα για να σκαρφαλώσει σ'εστονικό σκαμνί
ποιος ξέρει τι κατάφερε να δει από ψηλά

στρίβοντας βορειοδυτικά στη Σότρα, η θάλασσα αλλάζει
η αύρα είναι σκέτη παγωνιά, οι ακτές λένε

εμπρός σου ο ωκεανός και πίσω σου η λίμνη. Σκέψου καλά
πώς θέλεις να πεθάνεις.

Ο Χάννες γεννήθηκε στα πόδια της Ρωσίας
από γονείς που έμειναν γονατιστοί

ώσπου έλιωσαν οι επιγονατίδες και τ'άλλα σησαμοειδή
όμως δε μίλησαν ποτέ τη γλώσσα της αυτοκρατορίας

το λάμβδα τους έμεινε χυλός, κι εκείνος μου συστήθηκε
Χαν, νες,  σα γέφυρα. Σαν τόξο.

Το αίμα που κουβαλώ είναι ζουμί χαώδους επιμειξίας
άλλο δεν έχω για να δώσω, μόνο αυτό

μαζί φέρει τη μιγάδα εντροπία, τις ευχές για
το ναι της ευγενικής καταγωγής

πώς θα λασπωθεί βουβά, πώς οι απροσδιόριστες φυλές
έχουν γι'αυτήν μια ωραία γοητεία, μια απαίνευτη ηδονή

ο αχροΐτης εχθές βάφτηκε από νόθες σταγόνες
οι φωνές μας έμειναν το ίδιο χαμηλές

η καθαρότητα των Φίννων κάνει το ύφασμά τους τόσο λεπτό
η καθαρότητα είναι αδυναμία

/

the finnish summers without the finnish dirt

/


J-J 2015

Παροξυσμός γνήσιας γερμανικής λύπης

Παροξυσμός γνήσιας γερμανικής λύπης κυρίεψε το Βάλλενστάιν. Από τα μάτια του ανάβρυσαν δάκρυα και το στήθος του το τρικύμισαν λυγμοί, αλλά γρήγορα το κλάμα του μετάλλαξε σε εξίσου γνωστές γερμανικές βλαστήμιες κι όταν φλεγόμενος ολόκληρος από οργή έκανε ν'αρπάξει το κυνηγετικό τουφέκι του Γουώρθ, στα χείλη του γυάλιζαν φούσκες αφρού.

J. London

F32.1

///

die
verbleibenden
Jahre
das
geligende
Leben
dahingesiecht
alles
,
du
hast
alles
verjagt
was
soll's
diese
endlose
JAGD
is
ja
aussichtslos
geworden
ich
meinerseits
bin
ebenso
verloren
,
schon
lange
fort, oj
FORT
mit mir
fort
mit dir auch

///

Das selbstgerechte Leiden und das anspruchsvolle gesellschaftspolitische Mitleid verkaufen sich gut.

///

Το χωριό είναι σ'ένα χαντάκι. Το μπαλκόνι που μου'χουν δώσει το βλέπει απ'τη μια του άκρη, κι απ'το παράθυρο ακούω το φλοίσβο, τις μηχανές και τις κουβέντες που γίνονται το σούρουπο και το χάραμα στους μώλους. Κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού με τα κυάλια και βάζω να δω, είναι άσπρη ή κίτρινη η ομπρέλλα που'χει ο χοντρός στη βάρκα, έχει δυο ή τρεις πάνω Αιγύπτιους το Αλέξανδρος, η γριά του καϊκά ήρθε απόψε με το μηχανάκι ή με το ξώφτερνο, ποιανής είναι τα μωρά που φωνάζουν απ'το πρωί και σηκώνουνε ντουμάνι γύρω απ'τη βρύση, γύρισαν τα μεγάλα αλιευτικά, δε γύρισαν, ποιος φεύγει σήμερα τελευταίος, ποιος σέρνει έξω τη βάρκα του στη γλίστρα, πόσοι μαλτέζοι ήρθαν να προσκυνήσουν, πόσοι απ'αυτούς γαμάνε παναγίες. Όπως τους βλέπω από πάνω κρυμμένος σα Φατμέ πίσω απ'τη σίτα, έτσι με βλέπουνε κι αυτοί απ'τ'ανοιχτά όταν κατεβαίνω με το βρακί το μονοπάτι, ανάμεσα στα σχίνα και τα θάμνα, με τα μάτια ιδρωμένα πίσω απ'τα γυαλιά, στο ένα χέρι τα βατραχοπέδιλα και στο άλλο ένα σκουριάρικο ψαροντούφεκο που δεν είναι δικό μου.

Το περασμένο απόγευμα, στην ησυχία του αποφαγιού, ένας άσπρος κώλος και μια πλάτη σταγμένη πιτσιλιές από καστανοκόκκινο συρόπι, αυτά μαντεύω έβλεπαν απ'το χαντάκι τους, να φεγγίζουν μες απ'τις κουρτίνες, το δωμάτιο είναι διαμπερές, η μέρα μέσα είναι αληθινή. Κι εμπρός από εκείνο τον κώλο κι εκείνη την πλάτη έβλεπα εγώ αφού δε μπορούσανε οι άλλοι, δεν ξέρω αν μου'κανε καλό που δεν ήμουν γυμνός στο ηθικό σκοτάδι, κι έκανα πράγματα που ανήκουνε παραδοσιακά στο βράδυ, στις τέσσερεις το μεσημέρι, έβλεπα το πρόσθιο μισό μου, τις μισοϊδρωμένες πτυχές στους αγκωνιαίους βόθρους, τα πετσοκομμένα νύχια, τις φλέβες μου που είναι βαθειά θαμμένες, κι εμπρός μου ήταν το μαξιλάρι που όταν ξαπλώνεις το κεφάλι σου ξεφουσκώνει σαν αστείο αερόστατο, φφφφφφφ, κι έπειτα δεν έχεις πια μαξιλάρι, και πάνω του ήταν διπλωμένα τα μαλλιά σου που τα'χες χτενίσει πριν με λάδι από μύρρο που έχεις μάθει να το λες καλά και δε σε παίρνουν πρέφα, και πάνω στα μαλλιά σου ξάπλωνε το πρόσωπό σου που είχα κάπου δυο μήνες να το πιάσω, κι αντί γι'αυτό έπιανα τα βυζιά σου σα να'μασταν έντεκα το πρωί Δευτέρας στα εξωτερικά, κι εσύ κάτι είχες παρεξηγήσει και χαιρόσουν. Όλα μες στο δωμάτιο με το σκληρό φως, μες στη χνοή των πεύκων, ήταν παραδομένα, το καθένα στη δική του απελπισία.

Στο μπάνιο έβαλα το νερό να τρέχει, κι αυτό έρχεται από κάτω απ'το χωριό μ'ένα σπασμωδικό πιεστικό, και ρέει με ώσεις σα να βγαίνει από χειροκίνητη αντλία, μες στη μπανιέρα στάθηκα κάτω απ'το φεγγίτη που φέρνει μέσα μόνο δάσος, αν σφίξω αρκετά τη λαβή θυμούνται κι εμφανίζονται απ'τα έγκατα της σάρκας οι φλέβες, στενές, λειψές, αψηλάφητες, έτσι για να ομολογούν και το λάθος της βαλβίδας, την έσφιξα αρκετά, μ'έχεις δει κι άλλη φορά, την έσφιξα πολύ, τα δάχτυλά μου άρχισαν να μοιάζουν πιο πολύ με παιδικά, κι εγώ στραγγαλισμένος. Το νερό που έπεφτε στα πόδια μου άρχισε να με καίει, ακούμπησα την πλάτη στα πλακάκια για να πάψει να φέγγει ως το χωριό και να με διασύρει, αρκούσε αυτό που είχανε προλάβει, κράτησα την αναπνοή μου ώσπου να μουδιάσουνε τα χείλη, στην κούρσα με το πιεστικό πηγαίναμε πέντε εγώ και μια αυτό, ένα δυστυχισμένο σώμα, ένας μαλάκας που δε χύνει, τα ποδοδάχτυλα κι οι κουντεπιέδες κοκκινισμένοι σα φέτες σολωμού, είκοσι μπάτσες στη μια, είκοσι στην άλλη μεριά, γιατί είκοσι; Γιατί με ζαλίζουνε καλά

Τώρα χαζογελώ, 
χα
χα
χα
χα

μέρα παρά μέρα πέφτω απ'το μπαλκόνι στο χαντάκι κι η κατηφόρα με τσουλάει στην ακτή, κι εκεί βρίσκω θαλασσινά λουλούδια, ψαροκόπαδα, χταπόδια, λάλες κι όλα τα άλλα που μ'αρέσουν
μετά σκαρφαλώνω ξανά το μονοπάτι πάνω φορώντας το βρακί, τα γυαλιά θολά απ'το αλάτι και την πάστα για τους της ξανθής φυλής, γαμώ, με τα βατραχοπέδιλα στο ένα χέρι και το σκουριάρικο ψαροντούφεκο στο άλλο

da capo
///

UNIONIST (Bergen blues)

Sie arbeitet im Fischmarkt. Sie riecht nach verdorbenem Fisch, ist warmherzig und berauscht sich schnell. Wenn ich hoch hinauswollte, stünde sie mir entgegen, aber meine Bestrebungen sind ja minderwertig. Deshalb vertragen wir uns miteinander. Ich bin mein Beruf, und genau diesen Beruf auch verachte ich: das nenne ich Kapitalismus. Sie dient ihres Vaters Ehre, er erinnert sich nicht, er lobt nur seinen Gott: das nennt sie Glaube.
Ich tue mein bestes, aber die Gesundheit der Fremden ist mir egal.
Ihre Arbeiterliteratur ist mir viel zu viel, ihr ist mein Leben das Leben des Wichtigtuers, es geht nicht um Einkommensunterschied, sie ist im hohen ölreichen Norden geboren, ihr alles ist urnorwegisch, arisch, wahr, rein, was weiß ich denn schon, ich der Jude, der Deutsche, der Grieche, der Schweinehund, wir priemen sammen, wir spucken sammen, es gibt keinen punktgenauen Vergleich, sie bezahlt, ich trinke, sie singt, ich göble, wir tanzen am Strand, sie sagt Farvel, farvel, winkt mir zum Abschied. Wir vergessen unsere eigene Heimatliebe eine Zeit lang, Verrat, Verrat, ideologischer Verrat. Es ist nichts Gesundes am Leibe.

Über die politische Lage reden wir an Bord. Der Vollmatrose aus Indien sagt:
Wir sollen ohne Gewalt leben.
Naja, ihr sollt,

-

Τριάντα μέρες βρέχει, το χώμα κατακάθεται και τα πευκοβέλονα πέφτουν λίγα λίγα στο λιμάνι
το κολυμβητήριο κλείνει έναν αιώνα στη μεριά του, και βουτάω με τα μάτια ανοιχτά είναι γλυκά
θολά και παγωμένα. Στην καρδιοοισοφαγική παλινδρομεί ένα κοπάδι ψάρια, κάτι τυλίγει το κεφάλι μου σα φούστα μέδουσας με χαίτη.

Η γυναίκα που με γνώρισε για να μ'εκτιμήσει έκανε φοιτήτρια στην πόλη της βροχής είκοσι χρόνια πριν, είκοσι χρόνια πριν! κι έμενε πίσω απ'το κολυμβητήριο, στις εστίες μες στο δασάκι. Πιο πέρα, στην άκρη του λόφου γέννησε το πρώτο της παιδί, που είναι λίγο μικρότερό μου, κι έχει πάρει τα μαλλιά της, και κάπως έτυχε να μας κληρονομήσει και τους δυο μονάχα απ'τα δικά της, ο πατέρας του ήταν μελαχροινός, ήταν γιατί ζει μισοσκοτωμένος στο κρεβάτι του κάπου στη νέα γη, και τον φροντίζει το πρώτο της παιδί κι η νέα του γυναίκα. Θέλω να σε διαβάσω, μ'αρέσει να σε διαβάζω, ναι, είναι άλλη η ιστορία όταν έρχεται σε λέξεις σαράντα και παλιές, δεν έχω τι να πω για να'χω να τα γράψω, για να'χει να διαβάζει, δέκα λεπτά σιωπή για να τη χαίρομαι στο νου μου, κι αύριο να με χαίρεται γυμνό, και τώρα να μη μπορώ να θυμηθώ το βράγχος της φωνής της, δέκα λεπτά σιωπή δεν είναι καν, δεν είναι καν,

-

Recently I've been addressing to names, it's not to make sure I remember, no, I remember all your names. That's a lie I say when you're nothing: I write to remember. Truth is I write to forget, so now I'm addressing to you, S., your belly was sticky, and I could read your child on it, my palms were peeling from the wheel and you could read my lonely nights on them, our drinks were standing in front of the fridge, the fridge was open and dripping, the city was glossy from the rain, the night lasted all day, and the day lasted all day too. You didn't even do me the favor of a moan, you just observed me from your insides like a carnal judge.
-You're a unionist.
-No, I want the land to break, I want Schleswig independent.
-You aren't in fucking Schleswig now, are you
-Eh...

Pull me by the moustache and make me stand on my toes on the feather pillow like you've done before, I'll whine the Bergen blues for you and honor a wide intergermanic union, like I've done before,

-

,,,,,

View from our table και κώλος φινιστρίνι




lie to me if you will
tell me anything you want, any old lie will do


///


jeg te/ænker på dig i høst/efteråret
auf Wiedersehn und denk an mich zurück

///