© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Für Frau O.

Als Frühling kam brachte ich dir weiße Fingerhüte, wie Körper chinesischer Schwalben 
mit ihnen dekoriertete du deine Haare aus Maronensirup, die mit einer Krone aus holländischen Zopf geschmückt waren
unter der fernen Sonne Nordfrieslandes, deine Tränen waren Tautropfen die 
um das versagende Herz zu heilen vergossen wurden

der dünne Hals aus gekochtem Marzipan die tadellosen Treppenmuskeln,
heimlich unter dem Samt des Kragens, die brutzelnden Glomera Carotica
strahlten den schönsten Duft der aus die Plantagen Myanmars gebracht geworden war 
lutherische Magd, Frau des Opiums
dein Taschentuch hat seinen Durst mit Weinen gelöscht und es ist für deine kleinen Nägel

aus Glas an der Zeit, um Rücken abseits Meines kennenzulernen
dein Saum wurde mit Raps in Blüte eins
dort gab's die Wiesen und die Marsch; das Jod der Gischt
schöpfte Sommersprossen auf die Schnauze
meine Sicht Ling-chi vor den spitzenartigen Augenwimpern

gleiche Belssuren mit goldigem Faden ins Kleid eingestickt
die eifrige Anatomie, getilgt mein Gedächtnis
deine Lippen, streng, Walderdbeeren und Lakkoja,
hatten mir einen Kuss gegeben, der mich vom Tod überzeugte
aber sowohl das Harz des Holunders als auch unsere Sucht 
brachten uns dazu, auf der Insel für und für zu bleiben.

-- 

By tradition

He rose at dawn and, fired with hope,
shot o’er the seething harbour-bar,
and reach’d the ship and caught the rope,
and whistled to the morning star.


And while he whistled long and loud
he heard a fierce mermaiden cry,
“O boy, tho' thou are young and proud,
I see the place where thou wilt lie.


“The sands and yeasty surges mix
in caves about the dreary bay,
and on thy ribs the limpet sticks,
and in thy heart the scrawl shall play.”


“Fool,” he answer’d , “death is sure
to those that stay and those that roam,
but I will nevermore endure
to sit with empty hands at home.


“My mother clings about my neck,
my sisters crying, ‘Stay for shame;’
my father raves of death and wreck,-
they are all to blame, they are all to blame.


“God help me! save I take my part
of danger on the roaring sea,
a devil rises in my heart,
far worse than any death to me.”

(Tennyson)

Νόσος του Pompe

(επίσκεψη στη Νεογνολογική)

Φασκιωμένος με πόσες στρώσεις πράσινα ένα αειθαλές τροπικό μεσημέρι
η μαθητευόμενη αδερφή έδεσε όμορφα τον ιματισμό
σε κάθε πλάτη που είναι έτοιμη να σκάσει και σε μια καχεκτική

προσεχτικά αραδιασμένο στο τραπέζι με γενναία καλωδίωση
ένα απόχτημα πολύ μακριά από τη γεννησή του, τα νύχια του
απ'το ύψος μου δεν τα βλέπω καν μας χωρίζει μια αποφασιστική λαβή
για να βρεθεί ένας στη φυλακή κι ένας

κάτω απ'το νυχτικό του ιδρώτα με πιάνει εύφορο ρίγος
απλώνει φτώχεια πίσω απ'τη μάσκα αδειάζουν οι παλμοί
σκοτώματα μου κλέβουνε το φως
το χώμα απ'το χαράκωμα που θάβεται εντός μου

κι αυτού παραπαίει ανάμεσα σε κλεισμένες κάστες
μια προσβολή στην αλαχά
βήχω θολώνουν τα γυαλιά κι αφρίζει ένα κρυφό
πνευμονικό οίδημα στις κόρες του Κηφέα

δίνουν με θετικές πιέσεις λες και θα καρπωθεί η στείρα αιμοσφαιρίνη
μαζί με το αορτικό τόξο που πλέει εγκυστωμένο σ'ένα χρυσό ζουμί
θα'χουμε να κυνηγάμε και τους ανθισμένους πνευμοθώρακες
κάτι στο στέρνο μου δε στέκεται καλά

το τελευταίο που κοιτώ η λάμπα τρώει τον ίκτερο
όπως ο ήλιος την πρωινή ομίχλη, πριν να ριχτώ στο παραλήρημα
έπειτα στάθηκα κομψός με καθαρή ματιά
απέναντι σ'έναν άντρα που έτρεμε από θυμό

στο υπόγειο κουμπώνουνε τώρα την απόφαση του ετοιμοθανάτου
ως πάνω πάνω στο γιακά ο λαιμός μου ακόμα αχνίζει ζωντανός
χωρίς τον ηρωισμό του νομοθέτη και την ανθρωπιά του Γαληνού

μένει ακριβός ο πυρετός του ισοφλουρανίου
τα φλέματα που ξακρίζουνε στο στόμα έχουνε γεύση
από φρούτο των Ινδιών, η ηχώ απ'τα τεντζερικά στο άδειο χειρουργείο
γλώσσα της συμφοράς που γλείφει τις πληγές.

Arletta, einen schönen Gruß an Gesine

Βγαλμένη από τους άτλαντες σελίδα λιωμένης πορσελάνης το σταγμένο βαμβάκι με νερό είναι μια άλλη προβολή του μυρωμένου λινού για να της καθαρίσουμε τα πόδια τα χέρια και το στέρνο σαν ευνούχοι ο νοσοκόμος που'χει σαφρακιάσει σφίγγει το στόμα από σεβασμό στον αυτοκράτορα στρέφεται το τρίγωνο του Einthoven δέκα μοίρες δεξιά με το ρολόι η μελάνη σινική όπως της πρέπει θα γράψει πενήντα πέντε σφύξεις στο λεπτό σε χρυσωμένο πάπυρο από τους καλογδαρμένους σφαγιασθέντες των συνόρων κι όλα τα άλλα λάτρα του αθλητή. Τα άκρα της γερμανικά σε ανάπαυση στο σώμα καθαρά της πρότυπης γενιάς πλυμένα ως κι από τη συστολή τους κι όλη της σαν κάτω από ένα στρώμα της λεπτής δίκην πνοής οστεοτόμου σκόνης στο υπόλευκο της άμμου του νησιού. Μικρές αδιόρατες φακίδες σκοτεινιάζουν σαν ξένο χώμα σε οπισθόφωτο σεντόνι ποιος ξέρει από τους ακριβοντυμένους του ανακτόρου της ποιοι πολεμιστές δρέπουν τους εαυτούς τους και ποιοι ευνούχοι τους εχθρούς όσο αυτή βραδυκαρδεί απ'τη σωστή ζωή της άλλο τόσο κι εγώ από τον αδρενεργικό αποκλεισμό περήφανα εγκρατής με τον φαρμακολογικό συντηρητισμό μου. Άλλο ένα δάχτυλο απ'το κατώφλι του εξεταστηρίου κι ο νόμος του συζύγου είναι πετούμενο του εσπέρου στα τηλεφωνοσύρματα, με νωθρή ψυχή προδίδω τον όρκο και τα χρίσματα μαστιγωμένος στην ιεραρχική υποταγή. Arletta, einen schönen Gruß an Gesine. Manchmal gedenk ich euch.