© 2008 - 2017


-

Archiv

Blogger news

Blogger templates

 

+

Umblättern

Kategorien

 

Ρηάλιτυ

Τι κάθεσαι έτσι; Τι κάθομαι έτσι. Πώς κάθομαι. Δεν αλλάζει απ'τη μια μέρα στην άλλη, πάντα κάθομαι. Κι όταν στέκομαι πετιώνται οι αιμορροΐδες. Η δροσιά κι η θάλπη κολλάνε στο δέρμα μου σα φιλμ και γίνομαι βρωμιάρης. Τα μαλλιά, όχι δεν είμαι φαλακρός καθόλου ακόμα, ένα τραχύ λεπτοφκιαγμένο κεπέγκι που κρύβει το κροταφοβρεγματικά πιττωμένο μου κρανίο. Κάθομαι μες στα ίδια ρούχα που κάθομαι παντού, είμαι σε μια καρέκλα πακτωμένος κι αλλάζουνε οι πίστες από εμπρός των ματιών μου, πότε τ'αυτοκίνητο, πότε η αίθουσα, πότε το γραφείο με το'να ή τ'άλλο βιβλίο, πότε ο θάλαμος, πότε το τραπέζι, πότε ο νεροχύτης με αίματ'απ'τη μύτη, κι εγώ σα βασιλιάς τα βλέπω όλα να εναλλάσσονται σε συναυλία για τις μάζες. Καταπίνω αλλά έχει στενέψει ο οισοφάγος και το κάθε πράμα αργεί να πάει κάτω, κι όλα τα γεύομαι περισσότερη ώρα απ'όση πρέπει ώσπου να φανεί η άσχημή τους φάτσα. Χώνω το δάχτυλο στο ρουθούνι γι'ανασκαφές μέχρι να βγει ο κόκκινος χρυσός, κι έχω ίσα με 5 λίτρα μέσα μου και πάλι είμαι φτωχός και τιποτένιος. Τα χάπια αστράφτουνε κι αυτά σαν τα κοσμήματα μες στ'ασημόχαρτά τους όπως τα φωτίζει τώρα το μεγάλο πορτατίφ. Στην άλλη οθόνη κάποια πασαλειμμένη με γλιστερά μαντζούνια παίρνει γκριμάτσες κάθε λογής δαγκώνεται ξεδαγκώνεται ανοίγει κλείνει το στόμα ντεμέκ ηδονικά και κάποια ψωλή με πόδια εκλύει το συναίσθημα αλλά δεν τους ακούω είναι βωβοί γιατί περισσότερο απ'όλα η ταλαιπώρια μου είναι στ'αυτιά. Οκλαδόν ανεβαίνει λίγο η πίεση αλλά η ζάλη μου είναι η ίδια η χτεσινή απ'το πρωί που ξύπνησα τα μάτια κλειστά κι όμως το γνώριμο δωμάτιο να περιστρέφεται σ'έναν ήπιο γλυκό ίλιγγο της ψυχικής σκουριάς. Άλλο κρεβάτι απ'αυτό δε με φαντάζεται νεκρό κι ούτε άλλο πάτωμα ματωμένο κι είναι γεμάτα φροντίδα ο κόμπος στο λαιμό με πνίγει κι οι γουλιές γυρνάνε στα πνευμόνια ζωντανές. Τα ροδαλά μου χέρια, ο μενεξεδένιος ουρανός του απογέματος, το παντοτινό ημίφως στους κοινόχρηστους, τα πράσινα και μπλε των διαδρόμων, τα χείλη της κάθε νοσοκόμας, είναι όλα σκυλίσια όραση εικόνα από παλιά τηλεόραση. Μόνο το βαθύ φλεβικό άλικο της εσωτερικής μου αφθονίας ξεχωρίζει. Έχω υποσχέσεις να ξεχειλίζουν απ'το στόμα κι απ'τ'αυτιά, δε θα αυτό και θα εκείνο, μα κάθε βράδυ ο ύπνος με παίρνει καθιστόν και ψεύτη και κάθε πρωί με βρίσκει καθιστόν και ψεύτη. Κι ο ύπνος έξι, εφτά ώρες έχει γίνει ισότιμος της μέρας που απομένει. Στην άλλη οθόνη πολλά παραθυράκια γεμάτα όργανα όλων των κατηγοριών περιμένουν ν'αρχίσω ξανά τη μαλακία αλλά έχω πονέσει και δε βγάζει πουθενά.

Νωτιάδα φθίση

Το λινό σκέπασμα είναι γδαρτικό. Το στρώμα καταπιόνας. Η πρώτη πληγή έχει ξεθωριάσει στη μνήμη κι ούτε που ανακαλώ την όψη της, πώς μίλαγε, πώς ήταν παρά μόνο η αμυδρή της δυσαισθησία σαν ιδέα στους βουβώνες ξορκίζει το κακό. Οι νύχτες είναι νύχτες νεκρών κι οι μέρες, οι μέρες είναι χιλιάδες λινά σκεπάσματα. Απ'το σκοτάδι καταχωνιασμένος στο στρώμα βλέπω τ'αγγεία των βλεφάρων μου, μέσα μου κι απ'έξω μου το αίμα μου 0.9%. Δεν αλλάζουν τα τοπία ούτε επί του ενός ούτε επί του άλλου τοίχου που'ναι πάντα πράσινος ή λευκός.

Όταν ενώνονται τα φορεία μαζεύονται πολλοί ξαπλωμένοι στους διαδρόμους και σπέρνουνε τον πανικό. Κι είναι φτιαγμένα για να'ναι ενωμένα αλλά ξεκολλάνε αμέσως άμα τ'αφήσεις. Στα πόδια μου που τα'χω βγάλει απ'το σκέπασμα για να μην ιδρώνουνε γλείφει το ρεύμα απ'το παράθυρο της ανοιξιάτικης ψύχρας. Οι γωνιές του ταβανιού επαλειμμένες με σκιές των προηγούμενων ενοίκων. Δίπλα πάνω στα ροδάκια στέκεται το πρωινό ψωμί και γάλα. Οι ώμοι παγώνουνε, η πλάτη έχει μαρμαρώσει.

Θα'ρθει να πάρει πίσω τα φαγιά, θα τα πετάξει κρίμα. Το κέντημα στην οσφύ μου έχει γίνει λουλουδένιο. Το μαξιλάρι ευθυγραμμισμένο με το στρώμα όλα μαζί τα περιεχόμενα του κρεβατιού κολυμπάμε σ'ένα αχανές λαρύγγι. Οι σάρκες μακρυνές κι οι μύες όλοι χαλαροί πλαδαρεμένοι και το κοκκινωπό σκοτάδι δεν είναι απ'αυτές μα απ'τ'αγγεία των βλεφάρων μου. Πάνω στον αμφιβληστροειδή συγκεντρώνονται λευκές ριπές απ'τα βρασμένα βαμβακερά και πίσω στο μυαλό εκλογικεύονται σε κόκκινες και μαύρες.

Ακούω χλωμές τις ομιλίες κι ασυνάρτητες όπως το κεντρικό μούδιασμα τις χωνεύει όλες. Το χέρι του νοσηλευτή είναι δροσερό και μετακινεί το δικό μου ώστε ν'ακουμπάει στην κοιλιά του πάνω απ'τα πράσινα. Τα δάχτυλά του απ'το ίδιο ύφασμα του δέρματός μου συγχέονται οι δυο δουλειές συχνά μα τη βελόνη δεν τη χάνουμε ποτέ ανάμεσά μας. Νοσηλευτής δεν υπάρχει, μόνο χέρι και τα πράσινα. Η άδικη αισθητικότητα πεταμένη στο φλοιό λυγάει τις παλάμες και τα χείλια αλλά δεν κινείται τίποτα. Κοιμάμαι εν μέσω εναγκαλισμών και συντροφιάς κι όταν ξυπνώ,
ξυπνώ θεραπευμένος.

κι όταν ξυπνώ,
ξυπνώ κάτω απ'το λινό σκέπασμα ρουφηγμένος απ'το στρώμα.

Η πορεία είναι απ'το ένα στο αυτό σημείο, μια μισή ταλάντωση. Απ'το κράσπεδο στο σβέρκο ή στη θάλασσα που στα δέκα μέτρα γίνεται τσιμέντο παρηγορώ τον εαυτό μου με το άδειασμα στο στέρνο ώσπου ν'αγγιχτούνε. Κατάκοιτος ήσυχος στο Δ με τους άλλους τρεις στα προηγούμενα γράμματα και πιασμένος με το χέρι του νοσηλευτή φαντάζομαι τη μεγαλύτερή μου δόξα την πιο διαυγή μου ευτυχία πριν το ένωμα πριν την έκρηξη του σπλήνα. Μόνος καθώς βρίσκομαι παντού δεν έχει καλύτερη παρηγοριά μα στη σκέψη του θανάτου.

Το βλέμμα μου είναι καθηλωμένο πια, τα πόδια μυρμηγκοφωλιές
αγαλματένιος, πανέμορφος που είμαι
αγκιστρώνω το λινό στον καθαρό λαιμό του, εκπνέει μια ζωντανή ανάσα
τα κροκοδείλια δάκρυα του Bell μουλιάζουνε τα μάτια μου
το αίμα πηχτό ζουμί
θ'αραιωθεί στη θάλασσα.

Κι όταν ξυπνώ, ξυπνώ κάτω απ'το λινό
σκέπασμα ρουφηγμένος απ'το στρώμα
λίγο πιο άρρωστος ακόμα, 
λίγο πιο άρρωστος ακόμα.

Don't be sad I know you will, don't give up until

My two years' summer left me
I don't know what to do now

I listen for the express line
wait at the station, 30°C raining

wait at
wait

what
-

the car's windows got filmy
my head evaporated

so I did too.
-

Δουγλάσσειος

-

μες στην κοιλιά γυαλίζει το ιωδέλαιο
οι σάλπιγγες βατές

στάθηκα παγωμένος δίπλα στο πλυντήριο
σκεφτόμουν την εξομολόγησή της

κατάπινα τις ώσεις που ανεβαίναν απ'το στομάχι
στην παραζάλη της δευτεριάτικης αργίας

κι όταν προσκυνούσα, κι όταν ξάπλωνε ανέκφραστη
μες στην κοιλιά της λαμπύριζε η γονόρροια

καμιά τους δεν είναι στεγανή
βάζω το χέρι μου στο σβέρκο της και βγαίνει απ'τη μέση

ό,τι έπιασα με τα δάχτυλα από χθες
τώρα ρέει στ'αγγεία της

κι όπως προσκυνάει, κι όπως γονατίζει
μες στην κοιλιά της αστράφτει λευκό το αίμα

-